Υποκείμενο ενός "Νόστου" είναι ο ξενιτεμένος, ο εξόριστος, ο ταξιδιώτης που πονά με τη σκέψη του γυρισμού, επί τέλους, στο σπίτι του. Είναι ο αρχετυπικός Οδυσσέας, ο βιβλικός Άσωτος, ο Σεβάχ της Χαλιμάς ή τα Rain Dogs του Tom Waits, ναι, αλλά ... και ο Ευφρόνιος;
Η έκθεση Νόστοι στο υπό κατασκευήν Νέο Μουσείο Ακροπόλεως υποκειμενοποιεί τον πόθο του γυρισμού, με τις ομηρικές του παραπομπές (συχνά, άλλωστε, τελευταία συγχέεται ο νόστος με τη νοσταλγία, κυρίως σε τίτλους εκθέσεων, βιβλίων κοκ) στο "πρόσωπο" εκατό περίπου αρχαιολογικών εκθεμάτων προερχόμενων από Αμερικανικές ιδιωτικές συλλογές και μουσεία για τα οποία ξέρουμε ή υποθέτουμε ότι αποτελούν προϊόν αρχαιοκαπηλείας.
Τα αγγεία, γλυπτά, σπαράγματα τοιχογραφιών κλπ των Νόστων, έρχονται να συναντήσουν τις πέντε Καρυάτιδες του Ερεχθείου που θρηνούν - κατά τον αττικό μύθο - τον μισεμό της έκτης αδελφής τους. Στις άδειες, ακόμη, αίθουσες του Νέου Μουσείου Ακροπόλεως δρουν υπαινικτικά για τον πόθο της ολοκλήρωσης, για το αντάμωμα, "με χρόνους με καιρούς", με τα ξενιτεμένα παρθενώνεια. Η αναγνώριση προσωπικών χαρακτηριστικών, και της δυνατότητας για δράση και πρωτοβουλία - αυτό που οι ανθρωπολόγοι ονομάζουν agency - σε αντικείμενα άψυχα, μας δίνει τη δυνατότητα να εκφραστούμε μέσα από "σώματα" - corpora - ετερόκλητων πραγμάτων (μας δίδαξε ο Alfred Gell).
Οι επαναπατρισμένες αρχαιότητες, όπως έχει επικρατήσει να ονομάζονται τα αρχαία αντικείμενα που οι χώρες προέλευσής τους διεκδικούν από τις χώρες "υποδοχής", παρουσιάζονται σε μία περιοδική έκθεση της ιταλικής κυβέρνησης, ως "λάφυρο" της επιτυχημένης προσπάθειας των ιταλών να εντοπίσουν έργα αρχαίας τέχνης που έφυγαν από τα σύνορα της χώρας τους ως προϊόντα αρχαιοκαπηλείας.
Όμως, ο ίδιος ο όρος "επαναπατρισμός", θέτει συγκεκριμένα προβλήματα: αν οι αρχαιολόγοι θρηνούμε - και δικαίως - το χαμένο πολιτισμικό συμφραζόμενο (το context) αυτών των αντικειμένων, πόσο μπορεί να μας παρηγορήσει η επιστροφή τους στη χώρα από την οποία προέρχονται, αλλά όχι και στον αρχαιολογικό χώρο από τον οποίο αποσπάστηκαν παράνομα - δεδομένου ότι τα στοιχεία αυτά έχουν χαθεί; Είναι σαφές ότι πρέπει οι αρχαιολογικοί χώροι να φυλάσσονται και να αστυνομεύονται - η αρχαιοκαπηλεία, πέρα από καταστροφή αρχαιοτήτων, είναι και μία δραστηριότητα που ενεργοποιεί παράνομα διεθνή κυκλώματα διακίνησης τέχνης και χρήματος, και ως εκ τούτου ευνοεί την εκμετάλλευση ανθρώπων και ολόκληρων των τοπικών κοινωνιών "προέλευσης" αρχαίων.
Γιατί όμως επιμένουμε να δίνουμε περισσότερη προβολή στο "γυρισμό" κλεμμένων αρχαιοτήτων; μήπως διότι παρόμοια θριαμβολογία ικανοποιεί τα εθνικιστικά αντανακλαστικά μιας περιφερειακής κοινωνίας (όπως η Ιταλία των Νόστων ή η Ελλάδα άλλων περιπτώσεων) η οποία έτσι θεωρεί ότι επικρατεί έναντι των παντοδύναμων "δυτικών", συνήθως αμερικανών ή ιαπώνων συλλεκτών, κατά τεκμήριο ζάπλουτων;
"Αστεράτες αρχαιότητες" χαρακτηρίζει τα εκθέματα και η γραστρονόμος και σεφ Βίβιαν Ευθυμιοπούλου στη Lifo της 16ης Οκτ. 2008 (τ. 130, σελ. 58-9), η οποία υπερθεματίζει: "[η έκθεση] είναι μοναδική ευκαιρία να δούμε από κοντά αντικείμενα που έχουν γίνει πασίγνωστα μέσα από τα βιβλία και τον Τύπο. Μην τη χάσετε!"
Κι έτσι, η πολύτιμη λεία φαίνεται απλώς ν' αλλάζει χέρια.
Η ρητορική του "επαναπατρισμού" θέτει και ένα ιδιόμορφο ιστορικό πρόβλημα: το τέλος της ίδιας της ιστορίας. Ό,τι συνέβη μέχρι, πάνω-κάτω, και τον Μεσαίωνα - εμπόριο, ανταλλαγές, μεταφορές, αρπαγές, λεηλασίες - κατοχυρώνεται ως ιστορία: δεν αλλάζει. Ό,τι συνέβη μετά, αστυνομεύεται και ελέγχεται για την πολιτική του ορθότητα. Έτσι, οι Ρωμαίοι ψέγονται ως "άρπαγες", κανείς όμως δεν ζητά πίσω από τους Ιταλούς τους Πολεμιστές του Ριάτσε, που κατά πάσα πιθανότητα έφυγαν από κάποιο ελληνικό ιερό ως λάφυρο ενός ρωμαίου στρατηγού. Αντίθετα, οι πάσης φύσεως περιηγητές, αρχαιοδίφες, συλλέκτες ή μεταπράτες που λυμαίντονταν τις κλασικές χώρες επί αιώνες κρίνονται με κριτήρια του δεύτερου μισού του 20ού αιώνα και βαφτίζονται - ετεροχρονισμένα - αρχαιοκάπηλοι. Παράλληλα, το ελληνικό (και κάθε άλλο) κράτος αποκτά αναδρομική ισχύ, που επεκτείνεται σε εποχές πριν από την ίδρυσή του.
Τέτοια ερωτήματα θα περίμενε κανείς να θέτει - και ενδεχομένως να προσπαθεί να επιλύσει - η έκθεση των Νόστων. Αντιθέτως, μετά από ένα λακωνικό (και θριαμβολογικό) εισαγωγικό σημείωμα, τα "επαναπατρισθέντα" έργα εκτίθενται με αυστηρή αρχαιολογική τάξη, κατά την αγαπημένη "απόλυτη αρχαιολογική σειρά" των παλιών αρχαιολόγων, δίχως ένα "μετα-ιστορικό" σχόλιο - ως απλά έργα αρχαίας τέχνης, και μόνον. Έργα - σημειωτέον - του αττικού Κεραμεικού στην πλειονότητά τους, που ακολούθησαν τον ρουν του διεθνούς εμπορίου της εποχής εκείνης, για να βρεθούν (και να ταφούν) στην Ιταλία, μετά στην Αμερική, τώρα πάλι πίσω στην Ιταλία, την "πατρίδα" αλλά όχι και "γενέτειρα", με μια στάση στην Αθήνα, απ' όπου ξεκίνησαν. Σίγουρα, αυτό το γεγονός θα άξιζε κάποιο σχολιασμό...
Αντίθετα, τα αντικείμενα παρουσιάζονται ως "star exhibits", διακαιώνοντας, παρά τις προθέσεις των διοργανωτών, την καταστροφική πρακτική των συλλεκτών - της απόσπασης, δηλαδή, από το πολιτισμικό συμφραζόμενο. Η κεντρική θέση παραχωρείται, φυσικά, στον κρατήρα του Ευφρονίου, το διάσημο αττικό αγγείο που επιστρέφει τώρα στην Ιταλία, τον τόπο ταφής του.Τέτοια ερωτήματα θα περίμενε κανείς να θέτει - και ενδεχομένως να προσπαθεί να επιλύσει - η έκθεση των Νόστων. Αντιθέτως, μετά από ένα λακωνικό (και θριαμβολογικό) εισαγωγικό σημείωμα, τα "επαναπατρισθέντα" έργα εκτίθενται με αυστηρή αρχαιολογική τάξη, κατά την αγαπημένη "απόλυτη αρχαιολογική σειρά" των παλιών αρχαιολόγων, δίχως ένα "μετα-ιστορικό" σχόλιο - ως απλά έργα αρχαίας τέχνης, και μόνον. Έργα - σημειωτέον - του αττικού Κεραμεικού στην πλειονότητά τους, που ακολούθησαν τον ρουν του διεθνούς εμπορίου της εποχής εκείνης, για να βρεθούν (και να ταφούν) στην Ιταλία, μετά στην Αμερική, τώρα πάλι πίσω στην Ιταλία, την "πατρίδα" αλλά όχι και "γενέτειρα", με μια στάση στην Αθήνα, απ' όπου ξεκίνησαν. Σίγουρα, αυτό το γεγονός θα άξιζε κάποιο σχολιασμό...
"Αστεράτες αρχαιότητες" χαρακτηρίζει τα εκθέματα και η γραστρονόμος και σεφ Βίβιαν Ευθυμιοπούλου στη Lifo της 16ης Οκτ. 2008 (τ. 130, σελ. 58-9), η οποία υπερθεματίζει: "[η έκθεση] είναι μοναδική ευκαιρία να δούμε από κοντά αντικείμενα που έχουν γίνει πασίγνωστα μέσα από τα βιβλία και τον Τύπο. Μην τη χάσετε!"
Κι έτσι, η πολύτιμη λεία φαίνεται απλώς ν' αλλάζει χέρια.