5 Δεκ 2008

Χτες, ξανά!

Το αίτημα για την αναπαράσταση της κλασικής αρχαιότητας για εκπαιδευτικούς, ψυχαγωγικούς ή άλλους σκοπούς αποτελεί πολλαπλή πρόκληση για τους επιστήμονες, ιστορικούς και αρχαιολόγους: πόσο καλά γνωρίζουμε το παρελθόν; Πόσο δεδομένη μπορεί να θεωρείται η επιστημονική γνώση του παρελθόντος; Πού τελειώνει η επιστημονική έρευνα και αρχίζει η ιστορική βεβαιότητα; Πότε πρέπει να ενημερώνεται το κοινό για τα πορίσματά μας; Μπορούμε να επιτρέψουμε στο ακροατήριό μας να κρίνει τα αποτελέσματα της εργασίας μας, αλλά και να επηρεάζει τα ερωτήματα που θέτουμε στην έρευνά μας;

[κείμενο με το οποίο συμμετείχα στην ημερίδα Αφήγηση Ιστοριών (storytelling) Σε Αρχαιολογικά Εικονικά Περιβάλλοντα που οργάνωσε το Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού στις 25 Νοεμβρίου 2008.]

Το παρελθόν είναι μια σχετικά πρόσφατη επινόηση. Αν και οι ανθρώπινες κοινωνίες καλλιεργούσαν πάντα μία σχέση με το χρόνο, το παρελθόν ως ζώσα παρουσία εισήλθε στην καθημερινότητα των ανθρώπων στη Δύση μόλις με την αυγή της νεωτερικότητας.

Nicolas Poussin, Βοσκοί της Αρκαδίας (περ. 1640).

Είτε ως αποτέλεσμα «ανακάλυψης» – έρευνας, αποκάλυψης, ερμηνείας και οικειοποίησης – είτε ως αντικείμενο «αναβίωσης», επισκεπτόμαστε διαρκώς το παρελθόν (το μυθικό, το κλασικό, το ιστορικό ή ακόμη και το πρόσφατο, ήδη μυθοποιημένο) μέσω συνεχών αναπαραστάσεων που μας επιτρέπουν να το κατακτήσουμε.

Jean-Antoine Watteau, Αναχώρηση για τα Κύθηρα (1717).

Αν για τους νεωτερικούς Ευρωπαίους του 17ου αιώνα η επίσκεψη στο παρελθόν είχε τον χαρακτήρα αναπόλησης και στοχασμού για την ανθρώπινη κατάσταση, για τους απογόνους τους τον 18ο μετατράπηκε σε ταξίδι φυγής, προς μέρη εξωτικής γαλήνης. Πάντοτε όμως, το παρελθόν, ως «μια ξένη χώρα» (για να χρησιμοποιήσω κι εγώ την πασίγνωστη πλέον εναρκτήρια δήλωση του L.P. Hartley από τον Μεσάζοντα), νοείται ως τόπος, ως η χώρα της ουτοπικής εκπλήρωσης, η γη μιας επαγγελίας που αφορά πολύ περισσότερο το μέλλον και το παρόν από ότι το παρελθόν αυτό καθ’ εαυτό.

Αυτός ο ιδιότυπος τουρισμός προς το παρελθόν – εγγενές στοιχείο της νεωτερικότητας, καθώς εκφράζει την αυτοσυνειδησιακή ανάγκη του σύγχρονου δυτικού ανθρώπου – έχει πλέον εγκαταλείψει τις καλλιεργημένες ελίτ που τον επινόησαν τέσσερεις αιώνες πριν και έχει κατακτήσει – με θεαματικά αποτελέσματα – όλα σχεδόν τα στρώματα των σημερινών κοινωνιών, δυτικών και μη.

Σημαντικό ρόλο σε αυτή τη διεργασία έχει παίξει η διαβόητη πλέον στις μέρες μας πολιτιστική βιομηχανία η οποία έχει καταστήσει προσιτή στους πολλούς την πολιτισμική ψυχαγωγία των λίγων, όχι χωρίς κάποιο αντίτιμο όπως φοβούνται πολλοί, που κατηγορούν την παγκοσμιοποιημένη πολιτιστική βιομηχανία ότι κατασκευάζει φαινομενικές οντολογίες («πολιτισμικά αγαθά») τα οποία στη συνέχεια προωθεί προς μαζική κατανάλωση (μ’ ένα λόγο, ότι επιχειρεί την άνωθεν χειραγώγηση των καταναλωτών).

Η μαζική απόβαση στο παρελθόν που πραγματοποιείται στις μέρες μας, από ορδές ενθουσιωδών τουριστών σε θεματικά πάρκα της Μεγάλης Βρετανίας ή των Ηνωμένων Πολιτειών – όπως το διαβόητο Jorvik στο Αγγλικό York – δεν μπορεί παρά να ξενίσει τους περισσότερους από μας, ιστορικούς ή μη, που αναλογιζόμαστε με έκδηλη ενόχληση: «μα είναι αυτό ιστορία;»


Ήδη από τη δεκαετία του 1990, η άνθηση – για πολλούς στα όρια της κρυπτο-λατρείας – αυτού που ονομάζεται πλέον ευρέως «πολιτισμική κληρονομιά», με τελικό αποδέκτη το μαζικό κοινό και φορέα τους μηχανισμούς της πολιτιστικής βιομηχανίας, έχει δημιουργήσει μια ορατή και έντονη ρήξη με τον παλαιότερο, και καταξιωμένο ακαδημαϊκά θεσμό της ιστορίας, είτε ως επιστημονικής έρευνας είτε ως εκλαϊκευμένης επικοινωνίας με το πλατύ κοινό. Για τους μεν, η προσέγγιση του παρελθόντος ως «κληρονομιάς» εμπλέκει στη διαχείρισή του τον απλό άνθρωπο, τον οποίο κατά τα άλλα οι ακαδημαϊκές ενασχολήσεις των διανοουμένων αφήνουν παγερά αδιάφορο. Για τους δε (στους οποίους δεν περνά απαρατήρητος ο έλεγχος της «κληρονομιάς» από πολυεθνικούς παντοδύναμους οργανισμούς όπως η Εταιρία Disney) η προσωπική εμπλοκή με το παρελθόν ως «κληρονομιά» από-επιστημονικοποιεί την ιστορία, τη μυθοποιεί, την ακυρώνει.

Και σαν να μην έφταναν αυτά, έρχονται τώρα και χώροι παραδοσιακά συνδεδεμένοι με την ακαδημαϊκή μελέτη του παρελθόντος – κυρίως μουσεία, αλλά και σχολεία, αν όχι και πανεπιστήμια – που φλερτάρουν επικίνδυνα με τη βίωση του ανακατασκευασμένου παρελθόντος ως πολιτισμικής, πρωτίστως, και μετέπειτα ως γνωσιακής εμπειρίας. Πώς πρέπει να απαντήσει ο ιστορικός σε αυτήν την πλημμυρίδα των αλλαγών στον παραδοσιακό τρόπο μελέτης του παρελθόντος;

Παρατηρώντας γύρω μου, θα έλεγα ότι συνήθως απαντά «με δυσπιστία», και αντιμετωπίζει τις εξελίξεις αυτές ως απειλή για τον θεωρητικό ιστό και την επιστημονική ακεραιότητα της ιστορίας και της αρχαιολογίας. Πολλοί μελετητές ήδη από την προηγούμενη δεκαετία, θρηνούν για την αξιοκατάκριτη πορεία των επιστημών του ανθρώπου από τη θετικιστική μεθοδολογία της αντικειμενικότητας στο ανυπόληπτο και ρηχό συνονθύλευμα συναισθηματισμού και νοσταλγίας για το παρελθόν.

Η μελέτη του παρελθόντος ως «κληρονομιάς» αποτελεί κόλαφο για τις θετικιστικές προδιαγραφές της επιστήμης μας και αναιρεί κάθε προσδοκία για διαφανείς – «αντικειμενικές» – απαντήσεις στα επιστημονικά ζητήματα που θέτουμε. Πολλοί προειδοποιούν για τους κινδύνους που εγκυμονεί για τον επιστήμονα η «δέσμευση στην πολυσημία και τη διαφοροποίηση» και η επιδίωξη «της ρευστότητας και του σχετικισμού»: τον καθιστούν υποχείριο των ισχυρών, αυτών που (αόρατα;) ελέγχουν τη νέα παγκόσμια τάξη (καθώς είπαμε ότι η πολιτιστική βιομηχανία συνδέεται άμεσα με την παγκοσμιοποίηση).


Οι σημερινοί ιστορικοί και αρχαιολόγοι έχουμε ανατραφεί επιστημονικά εντός της θερμοκοιτίδας του θετικισμού, μιας απροκάλυπτα κλειστής κοινωνίας διανοουμένων των οποίων η αποστολή αποκλείει εκ των προτέρων την όποια διάδραση με τον εκτός ερευνητικής κοινότητας πληθυσμό. Δυσφορούμε απέναντι στη διεκδίκηση της πολιτισμικής κληρονομιάς εκ μέρους των τοπικών ή άλλων εξω-ακαδημαϊκών κοινωνιών, καθώς ταυτίζουμε ανάλογες πολιτισμικές δράσεις με το ανερμάτιστο και το ρηχό («depthless pastiche» αποκαλεί, σε άρθρο του το 1999, τα προϊόντα μαζικής διαχείρισης της πολιτισμικής κληρονομιάς ο Βρετανός αρχαιολόγος Ian Hodder). Είναι σαφές ότι το διακύβευμα αυτής της διαπάλης δεν είναι άλλο από το μονοπώλιο της γνώσης, ο ιεραρχικός χαρακτήρας της διάδοσής της και ο ορισμός της εκπαιδευτικής διαδικασίας ως μονόδρομου – από «επάνω» προς τα «κάτω», αποκλειστικά δηλαδή από την έδρα προς το θρανίο (είτε αυτό βρίσκεται μέσα ή έξω από την αίθουσα).

Μήπως όμως αυτή η έξοδος του ιστορικού από το πανεπιστημιακό κάμπους ώστε να βρεθεί αντιμέτωπος με τις επιθυμίες και τις διαθέσεις του μη ειδικού κοινού αποτελεί μια νέα πρόκληση για εμάς, νόμιμη όσο και γόνιμη, σύμφωνη με τις επιταγές της επιστήμης μας; Πόσο απέχει πραγματικά η αναβίωση του παρελθόντος που επιχειρείται στο Jorvik από τις αναπαραστατικές διαδικασίες που επιτάσσει η ιστορία και η αρχαιολογία όπως διαμορφώθηκαν ως επιστημολογικά παραδείγματα τον 19ο αιώνα;


Σίγουρα, η νοσταλγία των διαρκώς αναδυομένων τοπικών ή μειονοτικών κοινοτήτων για ένα εύχρηστο και ελκυστικό παρελθόν ώριμο για κατανάλωση από την «μετα-νεωτερική» κοινωνία της εφήμερης αναζήτησης αποξενώνει τον «σοβαρό μελετητή» (πάνω, η αναβίωση των αγώνων της Νεμέας). Η νοσταλγία αυτή ευθύνεται για την έξαρση της αναζήτησης συλλογικών ταυτοτήτων, μέσω των εικονικών ή φυσικών αναπαραστάσεων του παρελθόντος, των θεματικών πάρκων, και των πάσης φύσεως αναβιώσεων ιστορικών γεγονότων. Αποτέλεσμα αυτών των παρεμβάσεων μοιάζει να είναι ο «κατακερματισμός» της ιστορικής αλήθειας και η ελαχιστοποίηση της σημασίας του παρελθόντος, το οποίο υφίσταται έτσι τη φθορά της επανάληψης, της παρερμηνείας και της εμπορευματοποίησης.

Όμως το ερώτημα παραμένει: μπορεί η αναπαράσταση και η υπό ελεγχόμενες συνθήκες ανα-«βίωση» του παρελθόντος να έχει παιδευτική αξία; Και ποιος ο επιστημονικός ρόλος του ιστορικού σε αυτή τη διαδικασία;

Αναφέρθηκα πιο πάνω στην πασίγνωστη φράση του Hartley, πως «το παρελθόν είναι μια ξένη χώρα». Συνήθως, βέβαια, ξεχνάμε να διαβάσουμε τη συνέχεια: «εκεί τα πράγματα γίνονται διαφορετικά». Το νόημα της φράσης του συγγραφέα, όπως άλλωστε διαφαίνεται και από την ευανάγνωστη μελαγχολία που διατρέχει τη νουβέλα του, είναι ότι η προσπάθεια αναβίωσης του παρελθόντος εμπεριέχει αγωνία και πόνο, όχι ανέμελη χαρά – είναι επίπονη εργασία, όχι διασκέδαση (και είμαι βέβαιος ότι οι εκατοντάδες συνεργάτες του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού που κοπιάζουν για να υλοποιήσουν παρόμοια έργα το γνωρίζουν πολύ καλά αυτό...).


Πώς «γίνονται», επομένως, τα πράγματα στο παρελθόν; Οι πρώτοι αναστηλωτές της ελληνικής αρχαιότητας, εμπνεόμενοι από το πνεύμα του ρομαντισμού, οραματίστηκαν «ιδανικές όψεις» της κλασικής Αθήνας, και στη συνέχεια τις αναβίωσαν εκτός Ελλάδος, σε πλαγιές λόφων και δρυμούς ιδιωτικών πάρκων.



Πρωταγωνιστές της «ελληνικής αναβίωσης» του 18ου και του 19ου αιώνα ήταν οι ίδιοι οι μελετητές της κλασικής αρχαιότητας, από τον αρχιτέκτονα του Εθνικού Μνημείου της Σκωτίας (πάνω) έως τους δημιουργούς των μεγάλων ιδιωτικών πάρκων των οποίων οι ιδιοκτήτες – και σήμερα οι επισκέπτες – επιχείρησαν το ταξίδι στο κλασικό παρελθόν μέσα από την αναβίωση της αισθητικής εμπειρίας, μιας εμπειρίας επινοημένης, φυσικά, κατασκευασμένης σύμφωνα με τις ανάγκες των χρηστών της.


Μέσα από τη φαντασιακή επιστροφή στο παρελθόν, μέσω ενός ειδικά διαμορφωμένου παρόντος, το υποκείμενο αυτής της εμπειρίας διδάσκεται – συγκινησιακά, βεβαίως, αλλά διδάσκεται – πώς να συμπεριφέρεται ως καλλιεργημένος αρχαιόφιλος, με εκλεπτυσμένες προτιμήσεις και αίσθηση του κλασικού. Το μήνυμα του μαθήματος δεν είναι, προφανώς, το παρελθόν στην πραγματολογική του εντέλεια, αλλά το νεωτερικό ήθος απέναντι στο παρελθόν, η στρατηγική της οικειοποίησής του, η μέθοδος για να μάθει κανείς πώς «γίνονται τα πράγματα εκεί».




Φτάνοντας στο στούντιο για την τηλεοπτική αναπαράσταση σκηνών από την αρχαιότητα – σκηνών επινοημένων από έναν σεναριογράφο, οπτικοποιημένων από έναν σχεδιαστή, οργανωμένων από ένα σκηνοθέτη, «ντυμένων» από μια ενδυματολόγο, σκηνών που πρόκειται να παρασταθούν από μια ομάδα ηθοποιών και άλλων καλλιτεχνών – ο ιστορικός συνειδητοποιεί ότι έχει λίγα πράγματα να κάνει.

Η εικόνα που έχουμε όλοι – όλοι – για την αρχαιότητα (από τα βιβλία και την τηλεόραση, το Χόλυγουντ και τις διαφημίσεις, την ελληνική αναβίωση του 18ου και τον ακαδημαϊκό νεοκλασικισμό του 19ου αιώνα, αλλά και την «νεοελληνική» ελληνική αναβίωση του 20ού αιώνα) υπερτερεί της αρχαιότητας των πανεπιστημιακών κάμπους (που κι αυτή υποκαθιστά, με απολυταρχική αυθεντικότητα, την αρχαιότητα που κάποτε υπήρξε αλλά είναι πλέον νεκρή και απρόσιτη).

Και είναι φυσικό: δεν κάνουμε ιστορία, κάνουμε τηλεόραση. Πολύ περισσότερο, κάνουμε εκπαιδευτική τηλεόραση, θα λέγαμε, ένα σύγχρονο εκπαιδευτικό πρόγραμμα για τις ανάγκες ενός κορυφαίου πολιτιστικού ιδρύματος της χώρας – που σημαίνει ότι υπακούμε στις ανάγκες των μουσειοπαιδαγωγών και γενικά της σχολικής – εκπαιδευτικής κοινότητας, ενδεχομένως κρατώντας τους το χέρι για σιγουριά (επιτρέποντας όμως, εν τέλει, στο ακροατήριό μας και το απαραίτητο εκείνο ψήγμα δημιουργικής φαντασίας που θα εμπνεύσει τις «αναβιώσεις» του μέλλοντος).



Οι πραγματολογικές λεπτομέρειες έχουν τη σημασία τους – άλλωστε πίσω μας έχουμε δύο σχεδόν αιώνες απροκάλυπτου, σχεδόν χυδαίου εμπειρισμού μασκαρεμένου ως επιστημονική ορθότητα – όχι όμως τόση σημασία όσο η ευρύτερη «εμπειρία» – όρος που βδελύσσεται κάθε καλός θετικιστής – της αναβίωσης του παρελθόντος.

Σίγουρα πρέπει να βεβαιωθούμε ότι η φαντασία των εμπλεκομένων δεν θα οδηγήσει σε τερατογονία. Όμως η παρουσία ενός «επιστημονικού συμβούλου» σε τέτοιες διαδικασίες αφήγησης έχει και έναν άλλο, υπόρρητο σκοπό:

Δεν γνωρίζω να πω εάν και πόσο η εμπειρία τέτοιων προϊόντων προάγει την εκπαιδευτική διαδικασία. Βασίζομαι στη γνώση και την πείρα των δασκάλων, των μουσειολόγων και των μουσειοπαιδαγωγών που αξιοποιούν επιτεύγματα της παγκόσμιας πολιτιστικής βιομηχανίας τα οποία αποσπούν από το χώρο της μαζικής ψυχαγωγίας για να τα εισαγάγουν στην εκπαίδευση.

Όταν «επισκέπτεται» τo κλασικό παρελθόν, η πολιτιστική βιομηχανία επιδεικνύει χαρακτηριστική προσκόλληση στο «γράμμα» της αρχαιότητας.

Θυμόμαστε όλοι την σχετικά πρόσφατη κινηματογραφική παραγωγή Alexander του Oliver Stone, της οποίας προβεβλημένος συντελεστής, ως επιστημονικός σύμβουλος, υπήρξε ο καθηγητής του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης Robin Lane Fox. Αν και η προσοχή στην πραγματολογική λεπτομέρεια της αναβίωσης δεν απαλλάσσει παρόμοια προϊόντα από τον κίνδυνο ιδεολογικών και πολιτικών παρεκτροπών, η επίκληση του «επιστημονικού συμβούλου» τα καθιστά δυνάμει εκπαιδευτικά.

Ο ρόλος του ιστορικού στην αφήγηση ιστοριών είναι, εν τέλει, καθαρά συμβολικός. Συμβολίζει την παιδευτική αξία του παραγόμενου υλικού και διαφυλάσσει – ενδεχομένως – το γράμμα της επιστημονικής του ορθότητας. Παράλληλα, ο ίδιος συνειδητοποιεί ότι ως επιστήμονας δεν τίθεται εκτός της ερευνητικής διαδικασίας, δεν στέκεται εκτός του επιστημονικού προβλήματος το οποίο μελετά, αλλά αποτελεί μέρος του. Αργά ή γρήγορα, ο ίδιος ή τα παιδιά του για παράδειγμα, θα μετατραπούν σε καταναλωτές του ίδιου του προϊόντος στην παραγωγή του οποίου συμμετέχει. Ο ιστορικός δεν διδάσκει μόνο, συμμετέχει και, παραδόξως, διδάσκεται για τις επιπτώσεις που έχει η επιστημονική του παρέμβαση σε ομάδες κοινού που όμως δεν αποτελούν το «κοινό του».