Δεν είναι τυχαίο ότι μεγάλο κομμάτι του διαλόγου για την παγκοσμιοποίηση διεξάγεται περί και εντός των όρων και των ορίων του εθνικού κράτους και με τελικό διακύβευμα αυτό που ονομάζουμε εθνική κουλτούρα.
Αν η παγκοσμιοποίηση επαγγέλλεται έναν «κόσμο χωρίς σύνορα», γεωγραφικά, πολιτικά και πολιτισμικά, δεν αποτελεί θανάσιμο πλήγμα για το «χαϊδεμένο παιδί» της Ιστορίας, το εθνικό κράτος; Κι αν αυτό είναι όντως έτσι, πρέπει να πολεμήσουμε για να σταματήσουμε την οδυνηρή αυτή εξέλιξη ή μήπως να αναστενάξουμε με ανακούφιση για το τέλος μιας ξεπερασμένης πραγματικότητας;
Οι απόψεις, και πάλι, διίστανται δραματικά: υπάρχουν, κατά πρώτον, αυτοί που θεωρούν ότι το εθνικό κράτος δεν κινδυνεύει από το τέλος της νεωτερικότητας διότι δεν αποτελεί πνευματικό της τέκνο, αλλά την προοικονομεί και την προετοιμάζει. Για άλλους, το εθνικό κράτος είναι δομικό στοιχείο της παγκοσμιοποίησης, την υπηρετεί και την εμπεδώνει. Άλλοι πάλι, που δηλώνουν απόλυτα αντίθετοι με τον επιθετικό κορπορατισμό και την ισοπεδωτική ιδεολογία βάσει των οποίων οργανώνεται το πρόγραμμα της παγκοσμιοποίησης, επιμένουν πως – παρά τις εγγενείς ή επίκτητες αδυναμίες του – το εθνικό κράτος «ίσως είναι η μόνη πολιτική δομή που μπορεί να προστατέψει τους λαούς του τρίτου κόσμου από το ολοκληρωτικό σύστημα που επιχειρούν να εγκαθιδρύσουν τα ολιγοπώλια». Είναι, άλλωστε, κοινή παραδοχή πως η παγκοσμιοποιητική στρατηγική, εστιάζοντας στις υπερεθνικές δράσεις, οξύνει τα τοπικά προβλήματα, είτε θέτοντάς τα σε παγκόσμιο ορίζοντα (π.χ. συγκριτικές διαφορές Βορρά – Νότου) είτε, απλά, αγνοώντας τα. Ακόμη όμως και όσοι, όπως ο Giddens για παράδειγμα, θεωρούν ότι η παγκοσμιοποίηση (την οποία ο συγκεκριμένος μελετητής αναγνωρίζει ως «εγγενές στοιχείο της νεωτερικότητας») δεν απειλεί τη νομική υπόσταση του εθνικού κράτους ούτε τη φυσική του παρουσία, παραδέχονται ότι απειλεί παρ’ όλα αυτά την πολιτιστική του αυτονομία, άποψη που βέβαια συμμερίζονται πολλοί και στην Ελλάδα. Η ανεμπόδιστη διάχυση ιδεών, επιρροών, αλλά και πρακτικών στην οικονομία, την τέχνη, τη διασκέδαση, τον ελεύθερο χρόνο, τους κοινωνικούς θεσμούς, συντελεί στη δημιουργία μιας παγκοσμιοποιημένης κουλτούρας, βασισμένης λίγο, ή καθόλου, σε αυτό που έχουμε συνηθίσει να αναγνωρίζουμε ως «εθνική κληρονομιά».
Παράλληλα, με την ενθάρρυνση των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, το κοινό διεκδικεί ενεργό ρόλο στην επαναδιαπραγμάτευση του παρελθόντος, στη διαχείριση της κοινής πολιτισμικής κληρονομιάς, αμφισβητώντας την άλλοτε αδιαφιλονίκητη πρωτοκαθεδρία θεσμών, κρατικών συνήθως, όπως το πανεπιστήμιο ή το μουσείο. Συγκροτείται έτσι, σε επίπεδο εθνικό («ντόπιοι») ή υπερ-εθνικό («τουρίστες»), ένα οργανωμένο καταναλωτικό κοινό τού συλλογικού πολιτισμικού κεφαλαίου, που συνειδητοποιεί, σταδιακά, τη δύναμή του ως αμέσου ή εμμέσου χορηγού της πολιτισμικής έρευνας την οποία και εννοεί να ελέγχει (επαληθεύοντας την πρόβλεψη περί ωσμώσεων που κινούνται «από κάτω προς τα επάνω». Δεν είναι ίσως τυχαίο ότι η συζήτηση γύρω από τον πολιτισμό συχνά περιστρέφεται γύρω από τα «πολιτισμικά» – κατά το «καταναλωτικά» – αγαθά. Αντίθετα, η πλειονότητα των διανοουμένων, πανεπιστημιακών ή θεσμικών φορέων αντιμετωπίζει με δυσπιστία την είσοδο του «υψηλού» πολιτισμού (αρχαιολογία, καλές τέχνες κλπ) στον παγκοσμιοποιημένο κόσμο της μαζικής κουλτούρας, των μέσων μαζικής ενημέρωσης και της αγοράς, προειδοποιώντας για την αλλοτρίωση του πρώτου από τον δεύτερο. Επικαλούνται, επικουρικά, την κοινότυπη πλέον αντίληψη ότι τα φαινόμενα αυτά είναι υπεύθυνα για τα εκφυλιστικά συμπτώματα των κοινωνιών του όψιμου καπιταλισμού, τις οποίες βλέπουν να δελεάζονται από το επιφανειακό, το ρηχό, το εφήμερο και το εμπορικό.
Πόσο κινδυνεύει η (εθνική) κουλτούρα από τη χρήση της και την ώσμωση που αυτή επιφέρει; Πρέπει, εν τέλει, να φοβόμαστε αυτό που ο Fredric Jameson και άλλοι αποκαλούν «Ντισνε-οποίηση» (Disneyfication) της κουλτούρας; Ή, αποδεχόμενοι ως πραγματική την ανάγκη επαναδιαπραγμάτευσης του συλλογικού παρελθόντος μέσα από την αναδυόμενη κουλτούρα της παγκοσμιοποιημένης μνήμης (που έχει πλέον απεξαρτηθεί από τα παραδοσιακά κέντρα ελέγχου), να ασκήσουμε το δικαίωμά μας στην διάκριση και την επιλογή μέσα (και) από τους μηχανισμούς της μαζικής κουλτούρας και των media; Κινδυνεύει πράγματι αυτό που αντιλαμβανόμαστε ως «εθνική κουλτούρα» από τις εξελίξεις σε έναν κόσμο όπου τα ίδια τα άλλοτε κραταιά εθνικά κράτη παραχωρούν οικειοθελώς τμήμα της κυριαρχίας τους σε υπερεθνικούς (οικονομικούς, πολιτικούς, πολιτιστικούς) φορείς;
Παραδοσιακά ορίζουμε την κουλτούρα ως ένα σύστημα ποιοτικών χαρακτηριστικών και των δομών που τα συνέχουν. Οδηγεί αυτή η παραδοχή στην κατασκευή και ενδεχομένως και τη «θεοποίηση» ενός απολιθωμένου παρελθόντος; Η Ελλάδα ειδικότερα, μια χώρα όπου ο διάλογος για τη διάσωση και προβολή του παρελθόντος καταλαμβάνει σημαντικό τμήμα της εντόπιας πνευματικής ζωής, πώς μπορεί να αντεπεξέλθει στις προκλήσεις που θέτει το παγκοσμιοποιημένο τοπίο; Η συζήτηση περί παγκοσμιοποίησης αναγκαστικά εγγράφεται στη συζήτηση περί της μετα-νεωτερικότητας και των ορίων της νεωτερικότητας. Είτε δηλαδή αποδεχόμαστε ότι το μοντέρνο και το μετα-μοντέρνο αποτελούν στάδια μιας ιστορικής συνέχειας ή ασυνέχειας, είτε θεωρούμε το δεύτερο τη διάψευση του πρώτου, καλούμαστε να αναθεωρήσουμε τις βεβαιότητες που έχουν παγιωθεί στη συνείδησή μας σχετικά με τη νεωτερικότητα καθώς η προβληματική προβάλλεται πλέον στον παγκόσμιο ορίζοντα. Η συζήτηση αυτή δείχνει ότι η νεωτερικότητα αγγίζει τα όριά της, όχι τόσο τα χρονικά, όσο τα γεωγραφικά.
Η παρούσα εμπειρία χαρακτηρίζεται από «ασυνέχειες», «ανισότητες», «μειονότητες» (όρους που δανείζομαι από τον Homi Bhabha) και την πολυφωνία που αυτές συνεπάγονται. Η «εξαγωγή» - ειρηνική ή μη – του νεωτερικού ήθους από τα μητροπολιτικά κέντρα στα περιφερειακά δημιούργησε, διακόσια χρόνια τώρα, μια νέα πραγματικότητα η οποία χαρακτηρίζεται πλέον από γενικευμένη ρήξη. Κάθε άλλο παρά καταδικασμένες να είναι εσαεί «καταναλωτές της νεωτερικότητας», οι μη δυτικές κουλτούρες έχουν προχωρήσει σε αυθεντικές, ιδιοσυγκρασιακές, μη δυτικές εκδοχές του μοντέρνου, τις οποίες διεκδικούν. Η Ελλάδα, ως μια χώρα στις παρυφές της Δύσης, σε μόνιμη σχεδόν πολιτική και πολιτισμική εξάρτηση με τη Δύση, αλλά και σε ρήξη (επίσης πολιτική και πολιτισμική) με αυτήν, προτάσσει αυτό που αντιλαμβανόμαστε ως «εθνική κουλτούρα» ως αντίδοτο στις επιβουλές κάθε ανοίκειας επιρροής. Έχοντας διαγνώσει σε αυτό που ορίζουμε ως «κουλτούρα της παγκοσμιοποίησης» τον συγκρητισμό και τον εκλεκτικισμό ως δύο βασικές πνευματικές ποιότητες, αντιδρούμε βίαια στο ενδεχόμενο να αλλοιωθεί το εθνικό πνευματικό στίγμα – αυτό που προβάλλουμε ως αυθεντικό, ενιαίο, συνεχές, προαιώνιο, γεωγραφικά και φυλετικά καθορισμένο.
Κεντρική θέση στη διαμάχη, ως βασικά επιχειρήματα των αντικρουόμενων πλευρών, όσο και τελικά διακυβεύματα της ίδιας της διαμάχης αυτής, αποτελούν το παρελθόν – ως συλλογικό κτήμα και ιδεολογικό έρεισμα – και η μνήμη – ως συγκρουσιακός τόπος μεταξύ των «ιδιοκτητών» του παρελθόντος και των διεκδικητών του. Όσο οι εθνικές δυνάμεις αισθάνονται ότι η πολιτισμική «ιδιομορφία» που τις συνέχει και τις αιμοδοτεί απειλείται από την παγοσμιοποιητική ισοπέδωση, τόσο επιχειρούν να προβάλουν, ως πνευματικό αντιστάθμισμα και ελιξίριο πολιτιστικής μακροζωίας, αυτό που οι ίδιες ορίζουν ως «εθνική κουλτούρα».
Η ειρωνεία έγκειται στο ότι τα μέσα που μετέρχονται για το σκοπό αυτό, είναι τα ίδια τα αποκηρυγμένα μέσα που λειτουργούν ως όπλα της παγκοσμιοποίησης: η γλώσσα της αγοράς, οι στρατηγικές της επικοινωνίας, και το δέλεαρ του καταναλωτισμού. Όσο οι τοπικές βιομηχανίες, θύματα της παγκοσμιοποίησης της αγοράς, παρακμάζουν – κάτι που βιώνουμε στην Ελλάδα με αυξανόμενους ρυθμούς τις τελευταίες δεκαετίες – τόσο η ανάγκη να εκμεταλλευτούμε οικονομικά (μέσω του τουρισμού) το εθνικό «παρελθόν» καθίσταται ολοένα και πιο επιτακτική. Λέγεται συνεχώς, ήδη από τη δεκαετία του 1980 νομίζω, πως «ο πολιτισμός αποτελεί τη βαριά βιομηχανία της Ελλάδας» δήλωση που επαναλαμβάνεται κατά κόρον από τους υπουργούς πολιτισμού και τουρισμού της χώρας: ίσως είναι καιρός να αντιληφθούμε τη ζοφερότητα αυτής της διαπίστωσης που συνιστά, κατά τη γνώμη μου, αποδοχή συντριπτικής ήττας.
Ήδη από τις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα, η ανάδειξη, μέσω του «εξωραϊσμού» και των αναστηλώσεων, της μνημειακής πολιτιστικής κληρονομιάς στην Ελλάδα ήταν ρητά συνδεδεμένη με την επαγγελία της τουριστικής ανάπτυξης, είχε δηλαδή τον χαρακτήρα της «προς τα έξω» και όχι «προς τα μέσα» προβολής του εγχώριου πολιτισμικού κεφαλαίου, με εκπεφρασμένο σκοπό την εξαργύρωσή του.
Πολιτικά, αλλά και πολιτισμικά, το εθνικό κράτος φαίνεται «πολύ μικρό για τα μεγάλα προβλήματα στη ζωή, και πολύ μεγάλο για τα μικρά». Καλούμαστε να αποφασίσουμε ποιος εχθρός είναι δεινότερος: το παγκόσμιο κεφάλαιο και η κοσμοπολίτικη πολιτισμική αγορά, ή η εθνική μονόπλευρη στενομυαλιά; Ενδεχομένως να πρέπει να αντιμετωπίσουμε τα νέα προβλήματα με νέα όπλα, και στη διαδικασία αυτή να επανεξετάσουμε τη συγκρότηση της εθνικής κουλτούρας. Αν αντιμετωπίζουμε την εθνική κουλτούρα ως ένα σύνταγμα στοιχείων απολιθωμένων στο προαιώνιο παρελθόν, καθαγιασμένων από την Ιστορία, είναι σαφές ότι κινδυνεύει από την παρούσα ρήξη με τον χρόνο. Η μετατόπιση της οπτικής ευνοεί, υποθέτω, την εκ νέου προσέγγιση στην οντολογία της εθνικής κουλτούρας, πέρα από την αποκρυσταλλωμένη ματιά άλλων εποχών.
Αν η παγκοσμιοποίηση επαγγέλλεται έναν «κόσμο χωρίς σύνορα», γεωγραφικά, πολιτικά και πολιτισμικά, δεν αποτελεί θανάσιμο πλήγμα για το «χαϊδεμένο παιδί» της Ιστορίας, το εθνικό κράτος; Κι αν αυτό είναι όντως έτσι, πρέπει να πολεμήσουμε για να σταματήσουμε την οδυνηρή αυτή εξέλιξη ή μήπως να αναστενάξουμε με ανακούφιση για το τέλος μιας ξεπερασμένης πραγματικότητας;
Οι απόψεις, και πάλι, διίστανται δραματικά: υπάρχουν, κατά πρώτον, αυτοί που θεωρούν ότι το εθνικό κράτος δεν κινδυνεύει από το τέλος της νεωτερικότητας διότι δεν αποτελεί πνευματικό της τέκνο, αλλά την προοικονομεί και την προετοιμάζει. Για άλλους, το εθνικό κράτος είναι δομικό στοιχείο της παγκοσμιοποίησης, την υπηρετεί και την εμπεδώνει. Άλλοι πάλι, που δηλώνουν απόλυτα αντίθετοι με τον επιθετικό κορπορατισμό και την ισοπεδωτική ιδεολογία βάσει των οποίων οργανώνεται το πρόγραμμα της παγκοσμιοποίησης, επιμένουν πως – παρά τις εγγενείς ή επίκτητες αδυναμίες του – το εθνικό κράτος «ίσως είναι η μόνη πολιτική δομή που μπορεί να προστατέψει τους λαούς του τρίτου κόσμου από το ολοκληρωτικό σύστημα που επιχειρούν να εγκαθιδρύσουν τα ολιγοπώλια». Είναι, άλλωστε, κοινή παραδοχή πως η παγκοσμιοποιητική στρατηγική, εστιάζοντας στις υπερεθνικές δράσεις, οξύνει τα τοπικά προβλήματα, είτε θέτοντάς τα σε παγκόσμιο ορίζοντα (π.χ. συγκριτικές διαφορές Βορρά – Νότου) είτε, απλά, αγνοώντας τα. Ακόμη όμως και όσοι, όπως ο Giddens για παράδειγμα, θεωρούν ότι η παγκοσμιοποίηση (την οποία ο συγκεκριμένος μελετητής αναγνωρίζει ως «εγγενές στοιχείο της νεωτερικότητας») δεν απειλεί τη νομική υπόσταση του εθνικού κράτους ούτε τη φυσική του παρουσία, παραδέχονται ότι απειλεί παρ’ όλα αυτά την πολιτιστική του αυτονομία, άποψη που βέβαια συμμερίζονται πολλοί και στην Ελλάδα. Η ανεμπόδιστη διάχυση ιδεών, επιρροών, αλλά και πρακτικών στην οικονομία, την τέχνη, τη διασκέδαση, τον ελεύθερο χρόνο, τους κοινωνικούς θεσμούς, συντελεί στη δημιουργία μιας παγκοσμιοποιημένης κουλτούρας, βασισμένης λίγο, ή καθόλου, σε αυτό που έχουμε συνηθίσει να αναγνωρίζουμε ως «εθνική κληρονομιά».
Παράλληλα, με την ενθάρρυνση των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης, το κοινό διεκδικεί ενεργό ρόλο στην επαναδιαπραγμάτευση του παρελθόντος, στη διαχείριση της κοινής πολιτισμικής κληρονομιάς, αμφισβητώντας την άλλοτε αδιαφιλονίκητη πρωτοκαθεδρία θεσμών, κρατικών συνήθως, όπως το πανεπιστήμιο ή το μουσείο. Συγκροτείται έτσι, σε επίπεδο εθνικό («ντόπιοι») ή υπερ-εθνικό («τουρίστες»), ένα οργανωμένο καταναλωτικό κοινό τού συλλογικού πολιτισμικού κεφαλαίου, που συνειδητοποιεί, σταδιακά, τη δύναμή του ως αμέσου ή εμμέσου χορηγού της πολιτισμικής έρευνας την οποία και εννοεί να ελέγχει (επαληθεύοντας την πρόβλεψη περί ωσμώσεων που κινούνται «από κάτω προς τα επάνω». Δεν είναι ίσως τυχαίο ότι η συζήτηση γύρω από τον πολιτισμό συχνά περιστρέφεται γύρω από τα «πολιτισμικά» – κατά το «καταναλωτικά» – αγαθά. Αντίθετα, η πλειονότητα των διανοουμένων, πανεπιστημιακών ή θεσμικών φορέων αντιμετωπίζει με δυσπιστία την είσοδο του «υψηλού» πολιτισμού (αρχαιολογία, καλές τέχνες κλπ) στον παγκοσμιοποιημένο κόσμο της μαζικής κουλτούρας, των μέσων μαζικής ενημέρωσης και της αγοράς, προειδοποιώντας για την αλλοτρίωση του πρώτου από τον δεύτερο. Επικαλούνται, επικουρικά, την κοινότυπη πλέον αντίληψη ότι τα φαινόμενα αυτά είναι υπεύθυνα για τα εκφυλιστικά συμπτώματα των κοινωνιών του όψιμου καπιταλισμού, τις οποίες βλέπουν να δελεάζονται από το επιφανειακό, το ρηχό, το εφήμερο και το εμπορικό.
Πόσο κινδυνεύει η (εθνική) κουλτούρα από τη χρήση της και την ώσμωση που αυτή επιφέρει; Πρέπει, εν τέλει, να φοβόμαστε αυτό που ο Fredric Jameson και άλλοι αποκαλούν «Ντισνε-οποίηση» (Disneyfication) της κουλτούρας; Ή, αποδεχόμενοι ως πραγματική την ανάγκη επαναδιαπραγμάτευσης του συλλογικού παρελθόντος μέσα από την αναδυόμενη κουλτούρα της παγκοσμιοποιημένης μνήμης (που έχει πλέον απεξαρτηθεί από τα παραδοσιακά κέντρα ελέγχου), να ασκήσουμε το δικαίωμά μας στην διάκριση και την επιλογή μέσα (και) από τους μηχανισμούς της μαζικής κουλτούρας και των media; Κινδυνεύει πράγματι αυτό που αντιλαμβανόμαστε ως «εθνική κουλτούρα» από τις εξελίξεις σε έναν κόσμο όπου τα ίδια τα άλλοτε κραταιά εθνικά κράτη παραχωρούν οικειοθελώς τμήμα της κυριαρχίας τους σε υπερεθνικούς (οικονομικούς, πολιτικούς, πολιτιστικούς) φορείς;
Παραδοσιακά ορίζουμε την κουλτούρα ως ένα σύστημα ποιοτικών χαρακτηριστικών και των δομών που τα συνέχουν. Οδηγεί αυτή η παραδοχή στην κατασκευή και ενδεχομένως και τη «θεοποίηση» ενός απολιθωμένου παρελθόντος; Η Ελλάδα ειδικότερα, μια χώρα όπου ο διάλογος για τη διάσωση και προβολή του παρελθόντος καταλαμβάνει σημαντικό τμήμα της εντόπιας πνευματικής ζωής, πώς μπορεί να αντεπεξέλθει στις προκλήσεις που θέτει το παγκοσμιοποιημένο τοπίο; Η συζήτηση περί παγκοσμιοποίησης αναγκαστικά εγγράφεται στη συζήτηση περί της μετα-νεωτερικότητας και των ορίων της νεωτερικότητας. Είτε δηλαδή αποδεχόμαστε ότι το μοντέρνο και το μετα-μοντέρνο αποτελούν στάδια μιας ιστορικής συνέχειας ή ασυνέχειας, είτε θεωρούμε το δεύτερο τη διάψευση του πρώτου, καλούμαστε να αναθεωρήσουμε τις βεβαιότητες που έχουν παγιωθεί στη συνείδησή μας σχετικά με τη νεωτερικότητα καθώς η προβληματική προβάλλεται πλέον στον παγκόσμιο ορίζοντα. Η συζήτηση αυτή δείχνει ότι η νεωτερικότητα αγγίζει τα όριά της, όχι τόσο τα χρονικά, όσο τα γεωγραφικά.
Η παρούσα εμπειρία χαρακτηρίζεται από «ασυνέχειες», «ανισότητες», «μειονότητες» (όρους που δανείζομαι από τον Homi Bhabha) και την πολυφωνία που αυτές συνεπάγονται. Η «εξαγωγή» - ειρηνική ή μη – του νεωτερικού ήθους από τα μητροπολιτικά κέντρα στα περιφερειακά δημιούργησε, διακόσια χρόνια τώρα, μια νέα πραγματικότητα η οποία χαρακτηρίζεται πλέον από γενικευμένη ρήξη. Κάθε άλλο παρά καταδικασμένες να είναι εσαεί «καταναλωτές της νεωτερικότητας», οι μη δυτικές κουλτούρες έχουν προχωρήσει σε αυθεντικές, ιδιοσυγκρασιακές, μη δυτικές εκδοχές του μοντέρνου, τις οποίες διεκδικούν. Η Ελλάδα, ως μια χώρα στις παρυφές της Δύσης, σε μόνιμη σχεδόν πολιτική και πολιτισμική εξάρτηση με τη Δύση, αλλά και σε ρήξη (επίσης πολιτική και πολιτισμική) με αυτήν, προτάσσει αυτό που αντιλαμβανόμαστε ως «εθνική κουλτούρα» ως αντίδοτο στις επιβουλές κάθε ανοίκειας επιρροής. Έχοντας διαγνώσει σε αυτό που ορίζουμε ως «κουλτούρα της παγκοσμιοποίησης» τον συγκρητισμό και τον εκλεκτικισμό ως δύο βασικές πνευματικές ποιότητες, αντιδρούμε βίαια στο ενδεχόμενο να αλλοιωθεί το εθνικό πνευματικό στίγμα – αυτό που προβάλλουμε ως αυθεντικό, ενιαίο, συνεχές, προαιώνιο, γεωγραφικά και φυλετικά καθορισμένο.
Κεντρική θέση στη διαμάχη, ως βασικά επιχειρήματα των αντικρουόμενων πλευρών, όσο και τελικά διακυβεύματα της ίδιας της διαμάχης αυτής, αποτελούν το παρελθόν – ως συλλογικό κτήμα και ιδεολογικό έρεισμα – και η μνήμη – ως συγκρουσιακός τόπος μεταξύ των «ιδιοκτητών» του παρελθόντος και των διεκδικητών του. Όσο οι εθνικές δυνάμεις αισθάνονται ότι η πολιτισμική «ιδιομορφία» που τις συνέχει και τις αιμοδοτεί απειλείται από την παγοσμιοποιητική ισοπέδωση, τόσο επιχειρούν να προβάλουν, ως πνευματικό αντιστάθμισμα και ελιξίριο πολιτιστικής μακροζωίας, αυτό που οι ίδιες ορίζουν ως «εθνική κουλτούρα».
Η ειρωνεία έγκειται στο ότι τα μέσα που μετέρχονται για το σκοπό αυτό, είναι τα ίδια τα αποκηρυγμένα μέσα που λειτουργούν ως όπλα της παγκοσμιοποίησης: η γλώσσα της αγοράς, οι στρατηγικές της επικοινωνίας, και το δέλεαρ του καταναλωτισμού. Όσο οι τοπικές βιομηχανίες, θύματα της παγκοσμιοποίησης της αγοράς, παρακμάζουν – κάτι που βιώνουμε στην Ελλάδα με αυξανόμενους ρυθμούς τις τελευταίες δεκαετίες – τόσο η ανάγκη να εκμεταλλευτούμε οικονομικά (μέσω του τουρισμού) το εθνικό «παρελθόν» καθίσταται ολοένα και πιο επιτακτική. Λέγεται συνεχώς, ήδη από τη δεκαετία του 1980 νομίζω, πως «ο πολιτισμός αποτελεί τη βαριά βιομηχανία της Ελλάδας» δήλωση που επαναλαμβάνεται κατά κόρον από τους υπουργούς πολιτισμού και τουρισμού της χώρας: ίσως είναι καιρός να αντιληφθούμε τη ζοφερότητα αυτής της διαπίστωσης που συνιστά, κατά τη γνώμη μου, αποδοχή συντριπτικής ήττας.
Ήδη από τις πρώτες δεκαετίες του εικοστού αιώνα, η ανάδειξη, μέσω του «εξωραϊσμού» και των αναστηλώσεων, της μνημειακής πολιτιστικής κληρονομιάς στην Ελλάδα ήταν ρητά συνδεδεμένη με την επαγγελία της τουριστικής ανάπτυξης, είχε δηλαδή τον χαρακτήρα της «προς τα έξω» και όχι «προς τα μέσα» προβολής του εγχώριου πολιτισμικού κεφαλαίου, με εκπεφρασμένο σκοπό την εξαργύρωσή του.
Πολιτικά, αλλά και πολιτισμικά, το εθνικό κράτος φαίνεται «πολύ μικρό για τα μεγάλα προβλήματα στη ζωή, και πολύ μεγάλο για τα μικρά». Καλούμαστε να αποφασίσουμε ποιος εχθρός είναι δεινότερος: το παγκόσμιο κεφάλαιο και η κοσμοπολίτικη πολιτισμική αγορά, ή η εθνική μονόπλευρη στενομυαλιά; Ενδεχομένως να πρέπει να αντιμετωπίσουμε τα νέα προβλήματα με νέα όπλα, και στη διαδικασία αυτή να επανεξετάσουμε τη συγκρότηση της εθνικής κουλτούρας. Αν αντιμετωπίζουμε την εθνική κουλτούρα ως ένα σύνταγμα στοιχείων απολιθωμένων στο προαιώνιο παρελθόν, καθαγιασμένων από την Ιστορία, είναι σαφές ότι κινδυνεύει από την παρούσα ρήξη με τον χρόνο. Η μετατόπιση της οπτικής ευνοεί, υποθέτω, την εκ νέου προσέγγιση στην οντολογία της εθνικής κουλτούρας, πέρα από την αποκρυσταλλωμένη ματιά άλλων εποχών.