21 Μαρ 2010

Η Κιβωτός και το Έθνος (iii)

Η αρχή του «φυσικού αττικού φωτός»
Η, επίσης νεορομαντικών καταβολών, προσδοκία της βίωσης του αυθεντικού – στη συγκεκριμένη περίπτωση, της αρχαίας εμπειρίας της τέχνης – κρύβεται και πίσω από την απόφαση του Tschumi να εκθέσει τα ευρήματα της Ακρόπολης στο «φυσικό αττικό φως». Η ανασύσταση του παρελθόντος ως αυθεντικής αισθητικής εμπειρίας για την επίτευξη της restitutio in integrum της εθνικής λάμψης προσλαμβάνει μυστικιστικό χαρακτήρα. «Είναι η αιωνιότητα του βλέμματος αντί του αντικειμένου», όπως παρατηρούσε ο Βασίλης Γκουρογιάννης (στη Βέβηλη Πτήση του) σχετικά με τις διαδοχικές αναστηλώσεις, αναπαλαιώσεις και λοιπές «ταριχεύσεις» που έχει υποστεί ο Παρθενώνας. Αναπάντεχα, ο Tschumi συναντά τον Περικλή Γιαννόπουλο μέσω ενδεχομένως του Le Corbusier: «Το αττικό φως διαφέρει από το φως οποιουδήποτε άλλου τόπου στον κόσμο, είχε σχολιάσει ο Ελβετός αρχιτέκτονας», μας ενημερώνει η Ελεάνα Κολοβού στην Καθημερινή της 26ης Ιουλίου 2009, και συνεχίζει υπερθεματίζοντας: «Κι είναι αυτό ακριβώς το φως, υποστήριζε [ενν.: ο B. Tschumi] που χρειάζονται τα Μάρμαρα για να αναδειχθούν. Πράγματι [...] βλέπει κανείς και τα μάρμαρα αλλιώς – όπως ακριβώς θα τα έβλεπε, δηλαδή, αν ήταν ακόμα ακέραια πάνω στον Παρθενώνα». Η αφελής αυτή μουσειολογική πρόταση (προορισμένη να ικανοποιήσει την συναισθηματική ανάγκη «κοινού» και «ειδικών» να βιώσουν το παρελθόν στο παρόν) δημιουργεί, κατά τη γνώμη μου, ανυπέρβλητα προβλήματα στην έκθεση των παρθενώνειων και των άλλων γλυπτών του νέου μουσείου.

Αφ’ ενός, είναι προφανές ότι η «αρχαία εμπειρία» της θέασης της γλυπτικής δεν περιοριζόταν στο φως και μόνον. Τα γλυπτά είναι φορείς ιδεών και πολιτισμικών αναφορών που δεν αναπαράγονται αυτόματα με την έκθεσή τους στο φυσικό φως – της Αττικής ή όποιας άλλης περιοχής. Η περιβόητη πλέον πολυχρωμία της αρχαιοελληνικής πλαστικής, εξάλλου, – για την οποία, σημειωτέον, πολύ λίγος λόγος γίνεται στο νέο μουσείο – καθιστά τα σωζόμενα έργα πλαστικής, υπόλευκα πλέον από το πέρασμα του χρόνου, ουσιαστικά ξένα για τους πρωταρχικούς δημιουργούς τους, οι οποίοι δύσκολα θα τα αναγνώριζαν στο μουσείο του κ. Tschumi – ή σε όποιο άλλο προφανώς. Αντίστοιχα, η εκλεκτική συγγένεια την οποία έχει καλλιεργήσει ο νεωτερικός άνθρωπος προς την αρχαία πλαστική βασίζεται κυρίως στην αποσπασματική της διατήρηση και τη (συμπτωματική) λευκότητά της, κάτι που μας απομακρύνει, ως θεατές, από την «αρχική εμπειρία» που υποτίθεται ότι καλλιεργεί το μουσείο.


Αφ’ ετέρου, το φως στις αχανείς αίθουσες του νέου μουσείου δεν είναι ούτε «φυσικό» ούτε «αττικό», τουλάχιστον όχι όπως το φαντάζεται ένας μοντέρνος αρχαιόφιλος: διαθλάται και διαχέεται, αντανακλάται και απορροφάται από τις γιγάντιες επιφάνειες του αρχιτεκτονήματος, από υλικά ανοίκεια και μη φιλικά προς τα μαρμάρινα γλυπτά. Ο επισκέπτης ταλαιπωρείται από το διάχυτο φως που του αποσπά την προσοχή πίσω από τα ελεύθερα γλυπτά, στις πολύχρωμες όψεις των συγχρόνων πολυκατοικιών που εισβάλλουν στο χώρο ως αυτοσχέδια εκθέματα. Αν τα παλαιότερα ελληνικά μουσεία επιχειρούσαν να καταλήξουν σε μια προσομοίωση του αρχαίου περιβάλλοντος των εκθεμάτων τους (κάτι που το κατόρθωναν, εμπειρικά, κυρίως με το χρώμα των τοίχων ή άλλα αρχιτεκτονικά στοιχεία) το Μουσείο Ακροπόλεως φαίνεται να αρέσκεται στο να συνθλίβει τα γλυπτά με τους τσιμεντένιους και χαλύβδινους όγκους του οι οποίοι κάθε άλλο παρά φιλικοί μοιάζουν προς το θεατή και τα αντικείμενα. Μπροστά τους, τα αφώτιστα γλυπτά φαίνονται άχρωμα και επίπεδα, οι λεπτομέρειές τους απαλύνονται κάτω από το ουδέτερο φως και ο θεατής καταλήγει στο σημείο κυριολεκτικά να αναρωτιέται πού έγκειται η μοναδικότητά τους που να δικαιολογεί το χαρακτηρισμό τους ως «αριστουργημάτων». Αν τα συγκρίνει κανείς με τις φωτογραφίες τους – προσεκτικά φωτισμένες, ακριβώς με σκοπό την ανάδειξη της τεχνοτροπίας και της τεχνικής δεξιότητας που τα διακρίνει – αντιλαμβάνεται πόσο τα αδικεί η νέα έκθεση. (Είναι χαρακτηριστικό το ότι τη νύχτα, όταν τίθενται σε λειτουργία τα ηλεκτρικά φώτα του μουσείου, η εντύπωση αλλάζει).