Η συζήτηση γύρω από την παγκοσμιοποίηση τέμνει τη συζήτηση περί μετα-νεωτερικότητας, και σε ορισμένα σημεία ταυτίζεται με αυτήν. Από τη μια μεριά τοποθετούνται οι αναλυτές που ανήκουν στη μαρξιστική παράδοση, για τους οποίους η παγκοσμιοποίηση είναι ένα ακόμη (αναπόφευκτο;) στάδιο στην εξέλιξη του ύστερου ή ύστατου καπιταλισμού, όπως άλλωστε και αυτό που ονομάζουν μετα-μοντέρνα κατάσταση. Όπως παρατηρεί σε ένα κείμενό του ο Fredric Jameson (ο οποίος πάντως εντάσσεται δυναμικά σε αυτήν την κατηγορία μελετητών, αν δεν είναι και ο κεντρικός εκπρόσωπός της), ακόμη κι αν μας ενθουσιάζουν τα τεχνολογικά επιτεύγματα, θρηνούμε την απώλεια της δόξας του μοντέρνου – τις δυνατότητες που χάριζε ο μοντερνισμός στην τέχνη, την υποχώρηση της Ιστορίας από το βάθρο του θεμελιώδους ερμηνευτή της ανθρώπινης ύπαρξης, και – κυρίως – το τέλος τού κατ’ εξοχήν νεωτερικού πεδίου συζήτησης (και διαμάχης) όπου οι μεγάλες ιδεολογίες κρατούσαν τη δύναμη και το κύρος των μεγάλων θρησκειών άλλων εποχών. Όλα αυτά για να καταλήξει στη διαπίστωση ότι «η παγκοσμιοποίηση είναι μια επικοινωνιακή σύλληψη, που συγκαλύπτει και διαδίδει εναλλάξ πολιτισμικά ή οικονομικά νοήματα».
Αναπόφευκτα, παρόμοιες περιγραφές του παγκοσμιοποιημένου πεδίου επικεντρώνονται στον ρόλο των παντοδύναμων πολυεθνικών εταιριών και την εμπλοκή τους στις οικονομίες του Τρίτου Κόσμου, τον αποσταθεροποιητικό – κατά την εκτίμησή τους – ρόλο των υπερεθνικών οργανισμών και της παρεμβατικής δράσης τους σε παγκόσμιο επίπεδο (μέσω των νέων, πανίσχυρων, διακρατικών συμφωνιών που ενεργοποιήθηκαν κατά τη δεκαετία του 1990), και γενικότερα στις στρατηγικές και τους μηχανισμούς του διεθνούς κεφαλαίου το οποίο διατρέχει κουλτούρες και σύνορα.
Από την αντίπερα όχθη, αρθρώνεται ένας εξίσου δυναμικός αντίλογος, ο οποίος, εκτός από το να αλλάζει τους όρους του παιγνιδιού, διαμορφώνει εκ νέου τη «γεωγραφία» της συζήτησης, μεταφέροντάς την τόσο σε νέα επιστημονικά πεδία, όσο και σε νέα κέντρα διακίνησης ιδεών. Ένας αριθμός μελετητών – κυρίως κοινωνικών ανθρωπολόγων και πολιτισμικών ιστορικών – διατυπώνει την αντίθεσή του με την οπτική των αναλυτών της άλλης πλευράς, κυρίως αυτών της μαρξιστικής παράδοσης τους οποίους κατηγορεί για «εκ των προτέρων κατανόηση των παγκόσμιων ιστοριών». Αναφέρομαι στον Arjun Appadurai, τον πασίγνωστο πλέον Ινδό ανθρωπολόγο (με μακρά σταδιοδρομία σε αμερικανικά πανεπιστήμια), ο οποίος ήδη από τη δεκαετία του 1990 παρουσίασε μια καινοτόμο θεωρία για αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε – καταχρηστικά ενδεχομένως – «παγκοσμιοποιημένη μετα-νεωτερικότητα», βλέποντάς την ως αποτέλεσμα διάχυσης ιδεών και διασποράς ομάδων, της δημιουργίας αυτού που ο ίδιος ονομάζει εθνο-τοπία (ethno-scapes), νέων πολιτισμικών οντοτήτων που απειλούν τη νομιμότητα και την υπόσταση του παραδοσιακού εθνικού κράτους (κάτι που ο ίδιος ο Appadurai δεν απεύχεται).
Σε πιο πρόσφατα κείμενα, ο ίδιος μελετητής αλλά και άλλοι, προτείνουν μια καινοτόμο προσέγγιση στην προβληματική γύρω από την παγκοσμιοποίηση: πέρα από τα όρια της Δύσης, έξω από τα παραδοσιακά κέντρα παραγωγής και διακίνησης ιδεών (δηλαδή τα αμερικανικά ή εν γένει «δυτικά» πανεπιστήμια), πέρα από την κατεστημένη οπτική της διάκρισης μεταξύ «προηγμένου Βορρά» και «υποανάπτυκτου Νότου», έξω από την παγιωμένη ανάλυση περί «δημοκρατικής Δύσης» και «θεοκρατικής Ανατολής» κ.ο.κ. Αντιπαρέρχονται τη διαφωτιστική αντίληψη περί «μητροπολιτικής» επιστήμης, συγκεντρωμένης σε ένα ή ολίγα προνομιούχα κέντρα γνώσης (που λειτουργούν και ως πόλοι έλξης για τα «φωτισμένα» μυαλά εκτός Δύσης, δημιουργώντας έτσι την ίδια τη διασπορά επιστημόνων που τώρα απειλεί την πρωτοκαθεδρία τους) και ομιλούν περί παγκοσμιοποίησης, ναι, την οποία αποδέχονται και υποδέχονται με αισιοδοξία, αλλά μιας παγκοσμιοποίησης, όπως την ονομάζουν, που κινείται και εδραιώνεται «από κάτω προς τα επάνω», και κατά συνέπεια από την περιφέρεια ή και τους αντίποδες της μητροπολιτικής Δύσης προς το κέντρο της. Προσβλέποντας σε αυτή την αλλαγή της οπτικής, προσδοκούν στη δημοκρατία εκ νέου (όχι απαραίτητα δυτικού τύπου, διατιθέμενη προς εξαγωγή, με ειρηνικά μέσα ή μη) και θεωρούν ότι δικαιούνται να ονειρεύονται την, επί τέλους, πραγμάτωση της ουτοπίας.
Ο διάλογος είναι συναρπαστικός, όσο και βασανιστικά αμφίρροπος: ποιο είναι το διακύβευμα της παγκοσμιοποίησης; Το τέλος της νεωτερικότητας ή η θριαμβευτική εγκαθίδρυση του «μετά»; Η σπαρακτική διάψευση της ουτοπίας ή μια «διαθήκη» εκ νέου «καινή»; Πρέπει να αγωνιστούμε για την παλιννόστηση των νεωτερικών βεβαιοτήτων ή να αποδεχτούμε με εγκαρτέρηση (ή και ενθουσιασμό;) την οριστική αναίρεσή τους; Ζούμε την διεύρυνση των οριζόντων ή τη διάθλασή τους;
Αναπόφευκτα, παρόμοιες περιγραφές του παγκοσμιοποιημένου πεδίου επικεντρώνονται στον ρόλο των παντοδύναμων πολυεθνικών εταιριών και την εμπλοκή τους στις οικονομίες του Τρίτου Κόσμου, τον αποσταθεροποιητικό – κατά την εκτίμησή τους – ρόλο των υπερεθνικών οργανισμών και της παρεμβατικής δράσης τους σε παγκόσμιο επίπεδο (μέσω των νέων, πανίσχυρων, διακρατικών συμφωνιών που ενεργοποιήθηκαν κατά τη δεκαετία του 1990), και γενικότερα στις στρατηγικές και τους μηχανισμούς του διεθνούς κεφαλαίου το οποίο διατρέχει κουλτούρες και σύνορα.
Από την αντίπερα όχθη, αρθρώνεται ένας εξίσου δυναμικός αντίλογος, ο οποίος, εκτός από το να αλλάζει τους όρους του παιγνιδιού, διαμορφώνει εκ νέου τη «γεωγραφία» της συζήτησης, μεταφέροντάς την τόσο σε νέα επιστημονικά πεδία, όσο και σε νέα κέντρα διακίνησης ιδεών. Ένας αριθμός μελετητών – κυρίως κοινωνικών ανθρωπολόγων και πολιτισμικών ιστορικών – διατυπώνει την αντίθεσή του με την οπτική των αναλυτών της άλλης πλευράς, κυρίως αυτών της μαρξιστικής παράδοσης τους οποίους κατηγορεί για «εκ των προτέρων κατανόηση των παγκόσμιων ιστοριών». Αναφέρομαι στον Arjun Appadurai, τον πασίγνωστο πλέον Ινδό ανθρωπολόγο (με μακρά σταδιοδρομία σε αμερικανικά πανεπιστήμια), ο οποίος ήδη από τη δεκαετία του 1990 παρουσίασε μια καινοτόμο θεωρία για αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε – καταχρηστικά ενδεχομένως – «παγκοσμιοποιημένη μετα-νεωτερικότητα», βλέποντάς την ως αποτέλεσμα διάχυσης ιδεών και διασποράς ομάδων, της δημιουργίας αυτού που ο ίδιος ονομάζει εθνο-τοπία (ethno-scapes), νέων πολιτισμικών οντοτήτων που απειλούν τη νομιμότητα και την υπόσταση του παραδοσιακού εθνικού κράτους (κάτι που ο ίδιος ο Appadurai δεν απεύχεται).
Σε πιο πρόσφατα κείμενα, ο ίδιος μελετητής αλλά και άλλοι, προτείνουν μια καινοτόμο προσέγγιση στην προβληματική γύρω από την παγκοσμιοποίηση: πέρα από τα όρια της Δύσης, έξω από τα παραδοσιακά κέντρα παραγωγής και διακίνησης ιδεών (δηλαδή τα αμερικανικά ή εν γένει «δυτικά» πανεπιστήμια), πέρα από την κατεστημένη οπτική της διάκρισης μεταξύ «προηγμένου Βορρά» και «υποανάπτυκτου Νότου», έξω από την παγιωμένη ανάλυση περί «δημοκρατικής Δύσης» και «θεοκρατικής Ανατολής» κ.ο.κ. Αντιπαρέρχονται τη διαφωτιστική αντίληψη περί «μητροπολιτικής» επιστήμης, συγκεντρωμένης σε ένα ή ολίγα προνομιούχα κέντρα γνώσης (που λειτουργούν και ως πόλοι έλξης για τα «φωτισμένα» μυαλά εκτός Δύσης, δημιουργώντας έτσι την ίδια τη διασπορά επιστημόνων που τώρα απειλεί την πρωτοκαθεδρία τους) και ομιλούν περί παγκοσμιοποίησης, ναι, την οποία αποδέχονται και υποδέχονται με αισιοδοξία, αλλά μιας παγκοσμιοποίησης, όπως την ονομάζουν, που κινείται και εδραιώνεται «από κάτω προς τα επάνω», και κατά συνέπεια από την περιφέρεια ή και τους αντίποδες της μητροπολιτικής Δύσης προς το κέντρο της. Προσβλέποντας σε αυτή την αλλαγή της οπτικής, προσδοκούν στη δημοκρατία εκ νέου (όχι απαραίτητα δυτικού τύπου, διατιθέμενη προς εξαγωγή, με ειρηνικά μέσα ή μη) και θεωρούν ότι δικαιούνται να ονειρεύονται την, επί τέλους, πραγμάτωση της ουτοπίας.
Ο διάλογος είναι συναρπαστικός, όσο και βασανιστικά αμφίρροπος: ποιο είναι το διακύβευμα της παγκοσμιοποίησης; Το τέλος της νεωτερικότητας ή η θριαμβευτική εγκαθίδρυση του «μετά»; Η σπαρακτική διάψευση της ουτοπίας ή μια «διαθήκη» εκ νέου «καινή»; Πρέπει να αγωνιστούμε για την παλιννόστηση των νεωτερικών βεβαιοτήτων ή να αποδεχτούμε με εγκαρτέρηση (ή και ενθουσιασμό;) την οριστική αναίρεσή τους; Ζούμε την διεύρυνση των οριζόντων ή τη διάθλασή τους;