Οι δύο καλλιτέχνες - αυτοαποκαλούμενοι ο διαλεχτός της άρνησης (Αρτέμης) κι ο ακριβογιός της πίστης (Ευθύμης) επιχειρούν να δομήσουν - και το καταφέρνουν - ένα άκρως ρομαντικό προφίλ, βασισμένο στο έπος του απομονωτισμού, της ξενοφοβίας και της ηρωικής οπισθοδρόμησης («πίσω ολοταχώς!»). Ακούστε:
Ρίμες από ατσάλι - Ρυθμοί μεγάλοι
[…]Πάνω από την μετριότητα,
ψάχνουμε για πνευματικότητα
κι αυτό το γνωρίζει η χιπ-χοπ κοινότητα
Ζητάμε πρότυπα που οικοδομούν προσωπικότητα
κι όχι τα καθιερωμένα χιπ-χοπ στερεότυπα.
Παραδοσιακός και επαναστάτης εν τω άμα,
Και καμία προπαγάνδα,
δεν αρκεί για να το σταματήσει,
στο 'χα πει, αλλά δεν είχες εννοήσει,
ότι δεν είμαι ο Έλληνας που έχεις συνηθίσει!
Και διατηρώ ακόμα,
μέσα στην σηπεδώνα,
την ελληνική γραμμή
και το ελληνικό το χρώμα
όπως, πριν από έναν αιώνα,
ο Περικλής Γιαννόπουλος
τ' αντίθετο θα 'ταν αισχύνη, θα 'ταν όνειδος!
Το ξέρεις!
Δεν θα καταφέρεις, να με συνεφέρεις!
Ρομαντικός, όπως ο Μάρκος Ρενιέρης!
Δεν αλλάζω δρόμο
και αν κρατάς μικρόφωνο για την ΄κονόμα,
το κρατώ για τον Κωνσταντίνο Οικονόμο!
Δηλώνω: δεν μ' εμπνέουν τηλεοπτικοί λαπάδες
μα, πνευματικές λαμπάδες
όπως οι Κολλυβάδες!
Το χιπ χοπ με έχει στρατιώτη,
απ' την μέρα την πρώτη,
Όπως η αττική διάλεκτος είχε τον Μιστριώτη!
Επιμελώδημα:
Μεσ' απ' το σκοτάδι
πάλι βγάζουμε κεφάλι.
Πάλι ρίμες απ' ατσάλι,
πάλι ειν' οι ρυθμοί μεγάλοι.
Σε αυτά τα κείμενα, η νοσταλγία για το ελληνικό παρόν καλλιεργείται μέσα από την επίκληση στις αξίες του παρελθόντος, όπως «η ελληνική γραμμή και το χρώμα» του Γιαννόπουλου, η ορθοδοξία κ.ο.κ., με τη μορφή «λίστας» των μεγάλων αντιδραστικών (να, λοιπόν, ποιος μπορεί να θυμάται σήμερα τον Μιστριώτη!). Φτάνουμε έτσι στη σύμπηξη ενός νέου δόγματος περί της ελληνικής διαφοράς, μέσω μιας ψευδώς ιδιοπρόσωπης προσέγγισης στον εθνικό μυστικισμό, η οποία υιοθετείται από τη ρητορική του ελληνικού εθνικισμού, κυρίως στην πεζή εκδοχή του. Η διάδοση του Ίντερνετ ευνόησε ιδιαίτερα παρόμοιες φωνές, οι οποίες κυριαρχούν στον κυβερνοχώρο, δίνοντας την εντύπωση πως η Ελλάδα κατοικείται από φανατικούς ελληνολάτρες που αγρυπνούν στις επάλξεις περιμένοντας την «παγκοσμιοποίηση» να αλώσει τις αξίες του έθνους αλλοιώνοντας τα προαιώνια χαρακτηριστικά της φυλής. Αν και η πλειονότητα αυτών των δράσεων – συνηθέστερα με τη μορφή ιστολογίων ή διαδραστικών φόρουμ – δεν αντέχει σε σοβαρή ιστορική κριτική, φαίνονται να επιτελούν ένα βασικό σκοπό, παρέχοντας διέξοδο στη συλλογική εθνική απόγνωση κάποιων περιθωριακών (προς το παρόν;) ομάδων. Αναπόφευκτα, το δίπολο «εθνική ταυτότητα» και «παγκοσμιοποίηση» αποτελεί το σχεδόν αποκλειστικό πεδίο δράσης τους.
Η γραφικότητα αυτών των εξάρσεων δεν θα πρέπει να μας παρασύρει στην εκ των προτέρων απόρριψη της πολιτισμικής τους αξίας. Όσο κι αν η αισθητική τους ενδεχομένως δεν μας αφορά (είναι σαφές ότι οι Ρίμες απ’ ατσάλι, για παράδειγμα, δεν είναι γραμμένοι για ιστορικούς μιας κάποιας ηλικίας), τα «οργισμένα» αυτά πονήματα μάς υπενθυμίζουν ότι οι κοινότητες στην περιφέρεια της Δύσης – ή σε πολιτισμική και πολιτική εξάρτηση από αυτήν – προχωρούν, όπως ειπώθηκε και στην εισαγωγή του παρόντος τόμου, σε μη δυτικές, ιδιοσυγκρασιακές ενδεχομένως αλλά πάντως αυθεντικές εκδοχές της νεωτερικότητας, πέρα από τον έλεγχο των μητροπολιτικών κέντρων από τα οποία εκπορεύεται η «κανονική» εκδοχή της (το άσμα των Αρτέμη / Ευθύμη κυκλοφορεί από την «mainstream» Heaven). Έτσι, η αστραπιαία διάδοση του εθνικιστικού ιδεώδους πέρα από τα γεωγραφικά και πολιτισμικά όρια της Δύσης οδήγησε στην ανάδυση εθνικισμών σε ευθεία αντιπαράθεση με την ηγεμονία των δυτικών αποικιοκρατικών δυνάμεων (και την πολιτιστική τους πρωτοκαθεδρία).
Είναι, τελικά, η παγκοσμιοποίηση αυτών των κινημάτων που τα καθιστά αναγνωρίσιμα.
Όμως θα συνεχίσω συστηματικότερα στο προσεχές μέλλον.