Παγκόσμιας, γιατί υπερεθνικοί οργανισμοί όπως το Διεθνές Ταμείο και η Παγκόσμια Τράπεζα διεκδικούν και επιτυγχάνουν εξουσίες που υπερβαίνουν αυτό το άλλοτε «παιδί-θαύμα» της νεωτερικότητας, το κυρίαρχο έθνος-κράτος.
Παντοδύναμης, γιατί οι κανόνες και το ήθος αυτής της παγκόσμιας αγοράς επιβάλλονται όχι μόνον από την εθνική ή υπερεθνική νομοθεσία που τίθεται στην υπηρεσία της, αλλά και από τους άρρητους νόμους της προσφοράς-ζήτησης και «φυσικής» επιλογής που καθορίζουν την αισθητική και την πρακτική της κατανάλωσης σε παγκόσμιο επίπεδο.
Άναρχης, τέλος, γιατί εκτός από τους καθιερωμένους διεθνείς (ουσιαστικά: «υπερεθνικούς») οικονομικούς οργανισμούς και τα συντεταγμένα όργανά τους, η παγκόσμια αυτή αγορά κινείται σύμφωνα με τις διαθέσεις και τις ανάγκες του υπερεθνικού κορπορατισμού, πολυεθνικών δηλαδή εταιρειών που δραστηριοποιούνται στους νευραλγικής σημασίας χώρους των τροφίμων, των φαρμάκων, αλλά και ελκυστικών καταναλωτικών αγαθών ευρείας απήχησης, όπως και, φυσικά, των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας· οι επεμβάσεις των πολυεθνικών κολοσσών στις πολιτικές και κοινωνικές δομές χωρών, κυρίως του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου, αλλά και οι μεταξύ τους συγκρούσεις, δημιουργούν την εικόνα μιας χαοτικής συντριβής μάλλον παρά μιας οργανωμένης και ιεραρχημένης διαδικασίας.
Ο όρος όμως – αν και χρησιμοποιείται στερεοτυπικά (και κοινοτυπικά πλέον) εδώ και δύο περίπου δεκαετίες – υπάρχει από πολύ παλαιότερα. Ήδη τον 19ο και πρώιμο 20ό αιώνα, φιλόσοφοι και λογοτέχνες εντόπισαν το πρόβλημα της συρρίκνωσης του χώρου και της απόστασης λόγω των επιτευγμάτων της τεχνολογίας στις μεταφορές και τις επικοινωνίες. Η έκτοτε εμπειρία έδειξε πως η ζεύξη, φυσική ή τηλεπικοινωνιακή, περιοχών με δραματικές οικονομικές και κοινωνικές διαφορές, κάθε άλλο παρά επιφέρει μια κάποια παγκόσμια σύγκλιση, αλλά ουσιαστικά επιτείνει και οξύνει τις διαφορές αυτές. Σήμερα, πέρα από την οικονομία και την πολιτική, η συζήτηση γύρω από την παγκοσμιοποίηση και τις νέες προοπτικές που δημιουργεί αφορά εξίσου άμεσα και την κοινωνιολογία, αλλά και την οικολογία (καθώς η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας συνεπάγεται σημαντική επιβάρυνση του περιβάλλοντος σε οριακό ήδη επίπεδο). Αφορά τέλος το χώρο των επικοινωνιών – της ενημέρωσης όσο και της ψυχαγωγίας, αλλά και το χώρο της εκπαίδευσης όσο και της κατανάλωσης. Η συζήτηση, επομένως, γύρω από την παγκοσμιοποίηση εκτυλίσσεται γύρω από το τρίπτυχο Οικονομία – Τεχνολογία – Κουλτούρα, και αρθρώνεται γύρω από μία κεντρική, όσο και κρίσιμη διάζευξη: είναι η οικονομική και πολιτισμική σύγκλιση του πλανήτη (στο βαθμό που αυτή είναι εφικτή στο εγγύς ή απώτερο μέλλον) η εκπλήρωση της ουτοπικής επαγγελίας ή μήπως είναι ακριβώς το αντίθετο, δηλαδή η οριστική της διάψευση;
Η έννοια της παγκοσμιοποίησης, και οι πραγματικότητες – συχνά εναλλακτικές – που αυτή περιγράφει, τρομάζει τους ίδιους τους υποψήφιους μελετητές της: κυρίως, γιατί αυτή η νέα, οικονομική, κοινωνική, και πολιτισμική κατάσταση πραγμάτων την οποία υπονοεί ο όρος εμπεριέχει το τέλος πολλών βεβαιοτήτων, ανάμεσα στις οποίες και την καταγωγή, μορφή και κλασική διάρθρωση των επιστημών, όπως μας τις κληροδότησε ο 19ος αιώνας. Υπάρχει διάχυτος ο φόβος ότι, ενώ στα Πανεπιστήμια ή στις ανά τον κόσμον Ακαδημίες οι ιστορικοί και οι κοινωνικοί επιστήμονες ερευνούν, για παράδειγμα, το ενδεχόμενο να έχει επέλθει το «τέλος της Ιστορίας», η ίδια η Ιστορία εξελίσσεται, ανενόχλητη, μακριά από τη μητρόπολη, πέρα από τα όρια της Δύσης, πέρα από τα όρια της νεωτερικότητας ίσως, παίρνοντας μορφές ανοίκειες, στις οθόνες τηλεοπτικών δεκτών μόνιμα συντονισμένων στο MTV ή τις (ολοένα και πιο διαδραστικές) φωτεινές οθόνες των ηλεκτρονικών μας υπολογιστών, παγκοσμιακά δικτυωμένων στις κοινότητες του YouTube, του MySpace και του Facebook.
Συνεχίζεται...