22 Ιαν 2010

Η Κιβωτός και το Έθνος (ii)


Η αρχή του «οπτικού διαλόγου» με την Ακρόπολη
Η απαίτηση της οπτικής επαφής του μουσείου με την Ακρόπολη αποτελούσε στοιχείο του διεθνούς αρχιτεκτονικού διαγωνισμού για την κατασκευή του, αλλά και σαφή αναγκαιότητα, δεδομένου του χώρου ανέγερσής του. Ως εκ τούτου, η αίθουσα που στεγάζει τα παρθενώνεια γλυπτά, με τον πολυδιαφημισμένο προσανατολισμό της συντονισμένο με αυτόν του Παρθενώνα, εντυπωσιάζει με τις αδρές της γραμμές και, ομολογουμένως, την οπτική επαφή τόσο με την Ακρόπολη όσο και άλλες αρχαιότητες της περιοχής, όπως το μνημείο του Φιλοπάππου δυτικότερα. Είναι ίσως το μόνο πλήρως σχεδιασμένο κομμάτι του κτιρίου, και το μόνο που επιτελεί τον σκοπό του: να εντάξει τα μνημεία σε ένα εκθεσιολογικό – μουσειολογικό πρόγραμμα, το οποίο όμως μένει ημιτελές. Θαμπωμένοι, υποθέτω, από την επιβλητική παρουσία των «ιερών» εκθεμάτων (για την ποικιλόμορφη «ιερότητα» χώρου και μνημείων θα μιλήσω παρακάτω), οι δημιουργοί του μουσείου αισθάνθηκαν την ανάγκη να μείνουν βουβοί, αφήνοντας, και πάλι, μουσείο και εκθέματα να μιλήσουν «από μόνα τους». Πρόκειται για μια ιδιότυπη, αλλά ιδεολογικά σαφή και πολιτικά μάλλον επικίνδυνη άποψη, νεο-ρομαντικών καταβολών, σύμφωνα με την οποία ο ελληνικός πολιτισμός διακρίνεται, εκτός των άλλων, και από το γεγονός ότι αποτελεί αυτόχθον στοιχείο της ελληνικής γης («βράχος» και «Ακρόπολη» αποτελούν πλέον ταυτόσημες έννοιες), επομένως κάθε επεξήγηση καθίσταται περιττή.


Η αρχική έμπνευση για τον σχεδιασμό του συγκεκριμένου μουσείου – η ανάδειξη της ζωφόρου του Παρθενώνα σε σχέση με το ορατό μνημείο για το οποίο κατασκευάστηκε – καθίσταται έτσι τροχοπέδη για τη λειτουργία του (όποιου) μουσειολογικού προγράμματος του ίδιου του μουσείου: ενώ η ζωφόρος δεσπόζει σε προνομιακή θέση, προσφέροντας τις χαρισματικές της αναλογίες στην αίθουσα που σχεδιάστηκε ειδικά γι’ αυτήν, τα αετώματα εκτίθενται, παραπλανητικά, στο ύψος σχεδόν του δαπέδου και οι μετόπες – λες και κάποιος τις μέμφεται για την μάλλον συντηρητική τεχνοτροπία και συχνά άνιση τεχνική τους σε σχέση με την σαφώς ανώτερη ζωφόρο και τα όντως επιβλητικά αετώματα – «εξορίζονται» ψηλά στην οροφή. Διαταράσσεται έτσι η εσωτερική αλληλουχία του γλυπτού διακόσμου του κτιρίου, και μάλιστα από μια έκθεση η οποία ομνύει στην αποκατάσταση της αρχικής οπτικής λειτουργίας των μνημείων.

(Βλ. σχετικά και τις παρατηρήσεις της μουσειολόγου Μ. Σκαλτσά, Τα Νέα, 27 Ιουν. 2009: Μ. Αδαμοπούλου, «Το Νέο Μουσείο στο μικροσκόπιο»).

15 Ιαν 2010

Η Κιβωτός και το Έθνος: ένα σχόλιο για την υποδοχή του νέου Μουσείου Ακροπόλεως

Με ένα αμήχανο χαμόγελο, ο τότε Υπουργός Πολιτισμού κ. Αντώνης Σαμαράς «αποκατέστησε», το βράδυ της 20ής Ιουνίου 2009, ένα σπάραγμα της ζωφόρου του Παρθενώνα, κηρύσσοντας έτσι την έναρξη της λειτουργίας του νέου Μουσείου Ακροπόλεως. Προσποιούμενος τον αρχαιολόγο – συντηρητή της έκθεσης (φορούσε ακόμη και τα ειδικά λευκά γάντια που είναι απαραίτητα για τέτοιες εργασίες) ο κ. Υπουργός προσέφερε στο τηλεοπτικό κοινό της βραδυάς μια νέα υπόμνηση για τον ρόλο του επίσημου ελληνικού κράτους ως «αρχαιολόγου – θεματοφύλακα» της εθνικής ιστορίας. Η συμβολική αυτή κίνηση του υπουργού, όπως και πολλές παρόμοιες που συνόδευσαν την έλευση του νέου μουσείου, ήταν προφανώς σχεδιασμένη ως μία ακόμη επισήμανση της απουσίας των ελγινείων μαρμάρων από ένα κτίριο που μοιάζει να σχεδιάστηκε για να στεγάσει κάποια απόντα εκθέματα μάλλον παρά τα υπάρχοντα. Ως τέτοια, βρήκε ομόθυμα θετική ανταπόκριση από το σύνολο του ελληνικού τύπου – και από μερίδα του διεθνούς – αλλά και από το ελληνικό κοινό γενικότερα, το οποίο μοιάζει να συμμερίζεται την άποψη ότι το νέο μουσείο, εκτός του έργου της προστασίας και ανάδειξης μιας συγκεκριμένης συλλογής αρχαιοτήτων που του έχει ανατεθεί εξ ορισμού, αποτελεί και μοχλό για νέες διεκδικήσεις «εθνικής» σημασίας. Όπως υποστηρίχτηκε δε και από κάποιους, διαθέτει μια σαφή «πολιτική διάσταση».

«Έργα αρχαίας και σύγχρονης περηφάνιας»: το κτίριο και η έκθεση
Από την πρώτη δημοσιοποίηση των σχεδίων του B. Tschumi, το νέο Μουσείο Ακροπόλεως δέχτηκε σφοδρή κριτική για το μέγεθος και τον όγκο του – δυσανάλογο με τον διαθέσιμο χώρο στο ... πολύπαθο οικόπεδο της Οδού Μακρυγιάννη, αλλά και για την ψυχρότητα που απέπνεε: αδρό σκυρόδεμα και τεράστιες μεταλλικές επιφάνειες με δυσοίωνα εξάρματα και απειλητικές εξοχές, καθώς και μια μάλλον αδέξια πρόβολο που προοριζόταν να στεγάσει το εστιατόριο του μουσείου με θέα προς τον «ιερό βράχο». Η αποκάλυψη αρχαιοτήτων κατά τις πρώτες εκσκαφές κατέστησε αναγκαία την τροποποίηση των σχεδίων, με αποτέλεσμα το κτίριο να εμφανίζεται πλέον να υπερίπταται πάνω από τα διατηρημένα στα θεμέλιά του ευρήματα, αλλοιώνοντας – σε βαθμό ανατροπής – την εντύπωση στιβαρότητας και δυναμισμού που ενδεχομένως επεδίωκε ο σχεδιαστής του.

Σκοπός του παρόντος άρθρου δεν είναι – δεν θα μπορούσε άλλωστε – να προτείνει μια κριτική ανάγνωση του μουσείου ως αρχιτεκτονήματος, αξιολογώντας δηλαδή την όποια συμβολή του στην εξέλιξη της μοντέρνας αρχιτεκτονικής. Θα πρέπει όμως να επισημανθεί ότι ούτε η φόρμα του ούτε το μέγεθός του φαίνονται να προσθέτουν κάτι στην επιβαρυμένη εικόνα της περιοχής όπου το κτίριο εντάχθηκε – βεβιασμένα είναι αλήθεια, και χωρίς αυτή η επιλογή να χρεώνεται, φυσικά, στον ίδιο τον διεθνούς αναγνώρισης αρχιτέκτονα. Αντίθετα, σκοπός μου στο παρόν κείμενο είναι να σχολιάσω την υποδοχή του νέου μουσείου από το ελληνικό κοινό, μια υποδοχή φορτισμένη από συναισθηματισμό, ιδεολογικά προσδιορισμένη και προσανατολισμένη πολιτικά, μια αντίδραση που λέει περισσότερα για την ελληνική κοινωνία του 2009 παρά για το ίδιο το μουσείο και τον τρόπο που επιτελεί την αποστολή του. Και είναι χαρακτηριστικό ότι, τουλάχιστον όσον αφορά τον τύπο, με την ολοκλήρωση του μουσείου αναπτύχθηκε ένα απλοϊκό, αλλά και εμφατικό στρατήγημα, σύμφωνα με το οποίο οι επικριτές του Tschumi και του αρχιτεκτονήματός του καλούνταν πλέον ... να σωπάσουν, καθώς υποστηρίχτηκε ευρύτατα πως «λιτό, ανοιχτόκαρδο και μοντέρνο, το νέο μουσείο απαντά στους επικριτές του», προφανώς με την παρουσία του και μόνον!

Είναι όμως ενδιαφέρον να παρακολουθήσει κανείς, έστω και σχηματικά, τις αρχές που φαίνεται να διέπουν τον σχεδιασμό του κτιρίου, καθώς από αυτές προκύπτουν σημαντικές παρατηρήσεις για τον τρόπο με τον οποίο το νέο μουσείο δείχνει να αντιλαμβάνεται τη σχέση του με το παρελθόν και τα υλικά του κατάλοιπα, αλλά και τον τρόπο που η νεοελληνική κοινωνία προσλαμβάνει το ρόλο της ως «φύλακα» και διαχειριστή ενός πολιτισμικού αγαθού αναγνωρισμένης παγκόσμιας εμβέλειας. Θα έλεγα ότι, μπαίνοντας στο νέο Μουσείο Ακροπόλεως, ο θεατής αντιλαμβάνεται πως ο δημιουργός του εργάστηκε βασισμένος σε μια σειρά τέτοιων αξιωματικών παραδοχών, που θα εκτεθούν στη συνέχεια...
Αναδημοσίευση του ομότιτλου άρθρου μου που δημοσιεύτηκε στα Σύγχρονα Θέματα (τ. 106).