

See you at Syndagma Square everybody!
In the modern world the past is a commodity of mixed value (J. Boardman)


See you at Syndagma Square everybody!


Το αίτημα για την αναπαράσταση της κλασικής αρχαιότητας για εκπαιδευτικούς, ψυχαγωγικούς ή άλλους σκοπούς αποτελεί πολλαπλή πρόκληση για τους επιστήμονες, ιστορικούς και αρχαιολόγους: πόσο καλά γνωρίζουμε το παρελθόν; Πόσο δεδομένη μπορεί να θεωρείται η επιστημονική γνώση του παρελθόντος; Πού τελειώνει η επιστημονική έρευνα και αρχίζει η ιστορική βεβαιότητα; Πότε πρέπει να ενημερώνεται το κοινό για τα πορίσματά μας; Μπορούμε να επιτρέψουμε στο ακροατήριό μας να κρίνει τα αποτελέσματα της εργασίας μας, αλλά και να επηρεάζει τα ερωτήματα που θέτουμε στην έρευνά μας;
Nicolas Poussin, Βοσκοί της Αρκαδίας (περ. 1640).
Είτε ως αποτέλεσμα «ανακάλυψης» – έρευνας, αποκάλυψης, ερμηνείας και οικειοποίησης – είτε ως αντικείμενο «αναβίωσης», επισκεπτόμαστε διαρκώς το παρελθόν (το μυθικό, το κλασικό, το ιστορικό ή ακόμη και το πρόσφατο, ήδη μυθοποιημένο) μέσω συνεχών αναπαραστάσεων που μας επιτρέπουν να το κατακτήσουμε.
Jean-Antoine Watteau, Αναχώρηση για τα Κύθηρα (1717).

Η μαζική απόβαση στο παρελθόν που πραγματοποιείται στις μέρες μας, από ορδές ενθουσιωδών τουριστών σε θεματικά πάρκα της Μεγάλης Βρετανίας ή των Ηνωμένων Πολιτειών – όπως το διαβόητο Jorvik στο Αγγλικό York – δεν μπορεί παρά να ξενίσει τους περισσότερους από μας, ιστορικούς ή μη, που αναλογιζόμαστε με έκδηλη ενόχληση: «μα είναι αυτό ιστορία;»

Ήδη από τη δεκαετία του 1990, η άνθηση – για πολλούς στα όρια της κρυπτο-λατρείας – αυτού που ονομάζεται πλέον ευρέως «πολιτισμική κληρονομιά», με τελικό αποδέκτη το μαζικό κοινό και φορέα τους μηχανισμούς της πολιτιστικής βιομηχανίας, έχει δημιουργήσει μια ορατή και έντονη ρήξη με τον παλαιότερο, και καταξιωμένο ακαδημαϊκά θεσμό της ιστορίας, είτε ως επιστημονικής έρευνας είτε ως εκλαϊκευμένης επικοινωνίας με το πλατύ κοινό. Για τους μεν, η προσέγγιση του παρελθόντος ως «κληρονομιάς» εμπλέκει στη διαχείρισή του τον απλό άνθρωπο, τον οποίο κατά τα άλλα οι ακαδημαϊκές ενασχολήσεις των διανοουμένων αφήνουν παγερά αδιάφορο. Για τους δε (στους οποίους δεν περνά απαρατήρητος ο έλεγχος της «κληρονομιάς» από πολυεθνικούς παντοδύναμους οργανισμούς όπως η Εταιρία Disney) η προσωπική εμπλοκή με το παρελθόν ως «κληρονομιά» από-επιστημονικοποιεί την ιστορία, τη μυθοποιεί, την ακυρώνει.
Και σαν να μην έφταναν αυτά, έρχονται τώρα και χώροι παραδοσιακά συνδεδεμένοι με την ακαδημαϊκή μελέτη του παρελθόντος – κυρίως μουσεία, αλλά και σχολεία, αν όχι και πανεπιστήμια – που φλερτάρουν επικίνδυνα με τη βίωση του ανακατασκευασμένου παρελθόντος ως πολιτισμικής, πρωτίστως, και μετέπειτα ως γνωσιακής εμπειρίας. Πώς πρέπει να απαντήσει ο ιστορικός σε αυτήν την πλημμυρίδα των αλλαγών στον παραδοσιακό τρόπο μελέτης του παρελθόντος;
Παρατηρώντας γύρω μου, θα έλεγα ότι συνήθως απαντά «με δυσπιστία», και αντιμετωπίζει τις εξελίξεις αυτές ως απειλή για τον θεωρητικό ιστό και την επιστημονική ακεραιότητα της ιστορίας και της αρχαιολογίας. Πολλοί μελετητές ήδη από την προηγούμενη δεκαετία, θρηνούν για την αξιοκατάκριτη πορεία των επιστημών του ανθρώπου από τη θετικιστική μεθοδολογία της αντικειμενικότητας στο ανυπόληπτο και ρηχό συνονθύλευμα συναισθηματισμού και νοσταλγίας για το παρελθόν.
Η μελέτη του παρελθόντος ως «κληρονομιάς» αποτελεί κόλαφο για τις θετικιστικές προδιαγραφές της επιστήμης μας και αναιρεί κάθε προσδοκία για διαφανείς – «αντικειμενικές» – απαντήσεις στα επιστημονικά ζητήματα που θέτουμε. Πολλοί προειδοποιούν για τους κινδύνους που εγκυμονεί για τον επιστήμονα η «δέσμευση στην πολυσημία και τη διαφοροποίηση» και η επιδίωξη «της ρευστότητας και του σχετικισμού»: τον καθιστούν υποχείριο των ισχυρών, αυτών που (αόρατα;) ελέγχουν τη νέα παγκόσμια τάξη (καθώς είπαμε ότι η πολιτιστική βιομηχανία συνδέεται άμεσα με την παγκοσμιοποίηση).

Οι σημερινοί ιστορικοί και αρχαιολόγοι έχουμε ανατραφεί επιστημονικά εντός της θερμοκοιτίδας του θετικισμού, μιας απροκάλυπτα κλειστής κοινωνίας διανοουμένων των οποίων η αποστολή αποκλείει εκ των προτέρων την όποια διάδραση με τον εκτός ερευνητικής κοινότητας πληθυσμό. Δυσφορούμε απέναντι στη διεκδίκηση της πολιτισμικής κληρονομιάς εκ μέρους των τοπικών ή άλλων εξω-ακαδημαϊκών κοινωνιών, καθώς ταυτίζουμε ανάλογες πολιτισμικές δράσεις με το ανερμάτιστο και το ρηχό («depthless pastiche» αποκαλεί, σε άρθρο του το 1999, τα προϊόντα μαζικής διαχείρισης της πολιτισμικής κληρονομιάς ο Βρετανός αρχαιολόγος Ian Hodder). Είναι σαφές ότι το διακύβευμα αυτής της διαπάλης δεν είναι άλλο από το μονοπώλιο της γνώσης, ο ιεραρχικός χαρακτήρας της διάδοσής της και ο ορισμός της εκπαιδευτικής διαδικασίας ως μονόδρομου – από «επάνω» προς τα «κάτω», αποκλειστικά δηλαδή από την έδρα προς το θρανίο (είτε αυτό βρίσκεται μέσα ή έξω από την αίθουσα).
Μήπως όμως αυτή η έξοδος του ιστορικού από το πανεπιστημιακό κάμπους ώστε να βρεθεί αντιμέτωπος με τις επιθυμίες και τις διαθέσεις του μη ειδικού κοινού αποτελεί μια νέα πρόκληση για εμάς, νόμιμη όσο και γόνιμη, σύμφωνη με τις επιταγές της επιστήμης μας; Πόσο απέχει πραγματικά η αναβίωση του παρελθόντος που επιχειρείται στο Jorvik από τις αναπαραστατικές διαδικασίες που επιτάσσει η ιστορία και η αρχαιολογία όπως διαμορφώθηκαν ως επιστημολογικά παραδείγματα τον 19ο αιώνα;

Σίγουρα, η νοσταλγία των διαρκώς αναδυομένων τοπικών ή μειονοτικών κοινοτήτων για ένα εύχρηστο και ελκυστικό παρελθόν ώριμο για κατανάλωση από την «μετα-νεωτερική» κοινωνία της εφήμερης αναζήτησης αποξενώνει τον «σοβαρό μελετητή» (πάνω, η αναβίωση των αγώνων της Νεμέας). Η νοσταλγία αυτή ευθύνεται για την έξαρση της αναζήτησης συλλογικών ταυτοτήτων, μέσω των εικονικών ή φυσικών αναπαραστάσεων του παρελθόντος, των θεματικών πάρκων, και των πάσης φύσεως αναβιώσεων ιστορικών γεγονότων. Αποτέλεσμα αυτών των παρεμβάσεων μοιάζει να είναι ο «κατακερματισμός» της ιστορικής αλήθειας και η ελαχιστοποίηση της σημασίας του παρελθόντος, το οποίο υφίσταται έτσι τη φθορά της επανάληψης, της παρερμηνείας και της εμπορευματοποίησης.
Όμως το ερώτημα παραμένει: μπορεί η αναπαράσταση και η υπό ελεγχόμενες συνθήκες ανα-«βίωση» του παρελθόντος να έχει παιδευτική αξία; Και ποιος ο επιστημονικός ρόλος του ιστορικού σε αυτή τη διαδικασία;
Αναφέρθηκα πιο πάνω στην πασίγνωστη φράση του Hartley, πως «το παρελθόν είναι μια ξένη χώρα». Συνήθως, βέβαια, ξεχνάμε να διαβάσουμε τη συνέχεια: «εκεί τα πράγματα γίνονται διαφορετικά». Το νόημα της φράσης του συγγραφέα, όπως άλλωστε διαφαίνεται και από την ευανάγνωστη μελαγχολία που διατρέχει τη νουβέλα του, είναι ότι η προσπάθεια αναβίωσης του παρελθόντος εμπεριέχει αγωνία και πόνο, όχι ανέμελη χαρά – είναι επίπονη εργασία, όχι διασκέδαση (και είμαι βέβαιος ότι οι εκατοντάδες συνεργάτες του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού που κοπιάζουν για να υλοποιήσουν παρόμοια έργα το γνωρίζουν πολύ καλά αυτό...).

Πώς «γίνονται», επομένως, τα πράγματα στο παρελθόν; Οι πρώτοι αναστηλωτές της ελληνικής αρχαιότητας, εμπνεόμενοι από το πνεύμα του ρομαντισμού, οραματίστηκαν «ιδανικές όψεις» της κλασικής Αθήνας, και στη συνέχεια τις αναβίωσαν εκτός Ελλάδος, σε πλαγιές λόφων και δρυμούς ιδιωτικών πάρκων.
Πρωταγωνιστές της «ελληνικής αναβίωσης» του 18ου και του 19ου αιώνα ήταν οι ίδιοι οι μελετητές της κλασικής αρχαιότητας, από τον αρχιτέκτονα του Εθνικού Μνημείου της Σκωτίας (πάνω) έως τους δημιουργούς των μεγάλων ιδιωτικών πάρκων των οποίων οι ιδιοκτήτες – και σήμερα οι επισκέπτες – επιχείρησαν το ταξίδι στο κλασικό παρελθόν μέσα από την αναβίωση της αισθητικής εμπειρίας, μιας εμπειρίας επινοημένης, φυσικά, κατασκευασμένης σύμφωνα με τις ανάγκες των χρηστών της.
Μέσα από τη φαντασιακή επιστροφή στο παρελθόν, μέσω ενός ειδικά διαμορφωμένου παρόντος, το υποκείμενο αυτής της εμπειρίας διδάσκεται – συγκινησιακά, βεβαίως, αλλά διδάσκεται – πώς να συμπεριφέρεται ως καλλιεργημένος αρχαιόφιλος, με εκλεπτυσμένες προτιμήσεις και αίσθηση του κλασικού. Το μήνυμα του μαθήματος δεν είναι, προφανώς, το παρελθόν στην πραγματολογική του εντέλεια, αλλά το νεωτερικό ήθος απέναντι στο παρελθόν, η στρατηγική της οικειοποίησής του, η μέθοδος για να μάθει κανείς πώς «γίνονται τα πράγματα εκεί».
Θυμόμαστε όλοι την σχετικά πρόσφατη κινηματογραφική παραγωγή Alexander του Oliver Stone, της οποίας προβεβλημένος συντελεστής, ως επιστημονικός σύμβουλος, υπήρξε ο καθηγητής του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης Robin Lane Fox. Αν και η προσοχή στην πραγματολογική λεπτομέρεια της αναβίωσης δεν απαλλάσσει παρόμοια προϊόντα από τον κίνδυνο ιδεολογικών και πολιτικών παρεκτροπών, η επίκληση του «επιστημονικού συμβούλου» τα καθιστά δυνάμει εκπαιδευτικά.
As early as the second half of the nineteenth century Greek historians sought to furnish Greece with a national history worthy of a modern European state. The historian and folklorist Spyridon Zambelios (c. 1813-1881) was the first Greek scholar officially to speak of the national character of the Greek people, a character evident throughout its three-thousand-year long history.
Konstantinos Paparrigopoulos, Professor of History at the University of Athens, in a remarkable effort to hellenize Greek history, produced a new synthesis, uniting ancient and medieval (Byzantine) Greece with the present. In his History of the Hellenic Nation, which appeared in many editions and revisions in the period 1860-1876, Paparrigopoulos constructed a tripartite ‘national-time’ scheme for modern Greece as a European nation-state.
The sentiment underlying this, and many such historiographical endeavours, was an ambivalence towards the West – contempt for its intellectual inferiority and its many shortcomings, as well as an intense anxiety to be accepted, on equal terms, in its circles. Greek folk studies, initiated in the 1880s by Nikolaos Politis, who strongly believed that local customs and traditions preserved the essence of Hellenism, also benefited from an inherent anti-Western tone: a frank return to tradition, Politis was arguing in 1883, would save Greece from losing its soul to the seductive influences of the West. 
The chief idea expressed by Giannopoulos in his polemical essay is that the Greek soil is the cradle of Greek aesthetics, and that Greek art was the product of the dialogue between the Greeks and their own environment. The nub of his critique was his fierce anti-Occidentalism, a sentiment he shared with many of the young thinkers and activists of his day. Greek cultural identity had to be regained, as a bulwark against the deceptive forces of the West and the complacency of the East, which had left a deep imprint on Greek soil, with an Ottoman occupation that had lasted four hundred years too long. Giannopoulos and his fellow radicals could not hide their frustration at the westernization of their homeland: in the process of becoming a bona fide Western state, Greece was abandoning its Hellenic destiny.
Disenchanted by the unceremonious end of the Greek imperialist dream, a younger generation of intellectuals who emerged in the country’s cultural life around 1930 (who became known as the ‘generation of the thirties’), displayed a markedly more introvert attitude. Their influence on Greek culture was strongly felt for the decades to come and many aspects of their legacy remain evident to the present day. These active essayists, critics, novelists and poets devoted their energy to a new central concept for Greek identity, what they called hellenikoteta (‘Greekness’) or Hellenicity.
Intriguingly, Greek intellectuals in the thirties seemed to believe that the ‘new humanism’ they were after could be further inspired by the environmental-determinist views promoted by Giannopoulos at the beginning of the century, views which they duly revived, along with – to a certain extent – his reckless rhetoric which remains popular to the present day. A new sort of hellenocentric radicalism made it obligatory for Greek intellectuals or artists to declare their fascination with the landscapes of Attica, the colours of Greek nature and certainly the Aegean and its islands: this becomes the cradle and residence of Hellenism, to which all the characteristics which shape Hellenicity are to be credited. Thus, the Greek quest for a national identity veered towards aesthetics.
On 29 August 1959, a performance of Aristophanes’ The Birds by the Art Theatre Company at the newly restored open-air Herod Atticus Theatre was interrupted by angry spectators, when a Byzantine psalm was interpolated in the play’s sacrifice scene. The show had been directed by Karolos Koun, Greece’s leading avant-garde director at the time, who attempted, with considerable success, to link his work with folk tradition and antiquity – very much in the fashion of the generation of thirties. His collaborators in The Birds included the painter Yannis Tsarouchis and the composer Manos Hadjidakis, all three united by a common vision of antiquity, folklore and contemporary culture. Tsatsos, then Minister of the Interior for a radical right-wing government, personally ordered that the three remaining performances be cancelled, on the grounds that the performance ‘distorted the meaning of the classical text [and] insulted the religious sentiment of the people’. Clearly, Hellenicity was too important to be left in the hands of irresponsible intellectuals.

As Alexis Dimaras assessed in 1983, we ended up propagating an ‘official Hellenicity’, enforced by the state educational system through a regime of fear: fear that, through a crack in the system, ‘the real face of modern Greece might be revealed’ or that the character of this official Hellenicity may get tampered with.
From my introduction to A Singular Antiquity.
Όσο για την πλατεία Κοτζιά, αλλά και τις άλλες πλατείες της Αθήνας, και τις κεντρικές της λεωφόρους, αυτές κοσμούνται (τα τελευταία δέκα – δεκαπέντε χρόνια) με … νεο-παλιούς φανοστάτες και άλλα παρόμοια στοιχεία έτσι ώστε να καμωνόμαστε ότι είμαστε κι εμείς από … νεοκλασικό τζάκι, σαν το Μόναχο ή τη Βιέννη.

Λίγοι θυμούνται σήμερα πως η νεοκλασική αισθητική, τον ενδεχόμενο χαμό της οποίας πολλοί ταυτίζουν με ... το τέλος του ελληνισμού αποτελεί προϊόν εισαγωγής στην Ελλάδα μόλις τον 19ο αιώνα, και δημιούργημα διανοουμένων και καλλιτεχνών της Δύσης που βρήκαν έτσι τον κατάλληλο τρόπο να αποικιοποιήσουν το κλασικό παρελθόν (επάνω, η κλασική Αθήνα κατά τον Leo von Klenze).

Χαμένη στην ομίχλη του κλασικού παρελθόντος της (επάνω η Αθήνα του Περικλή κατά Charles Cockerell) η πόλη αποτελούσε το σαγηνευτικό πρότυπο για το ταπεινό της παρόν και το πολλά υποσχόμενο μέλλον της το οποίο πολλοί οραματίστηκαν - αλλά μόνον λίγοι (εμείς οι νεοέλληνες) βιώνουν:
(Πάντως ομίχλη υπάρχει ακόμη αρκετή).
Πρόσφατα, η αγωνία για την αναβίωση του κλασικού παρελθόντος (μέσω της νεοκλασικής αποικιοποίησής του) επανήλθε δριμύτερη. Γιατί όμως; Τι μας προσφέρει αυτή η απεγνωσμένη αναβίωση του κλασικού παρελθόντος στη νεοκλασική εκδοχή του; Προς τι μια τόσο χοντροκομμένη επινόηση της παράδοσης; Τι θα σκεφτόταν ένας κλασικός Αθηναίος βλέποντας τον Περικλή ως τροχονόμο στο πλάι της οδού Αθηνάς;
Και δεν θα τον τρόμαζε η θέα μιας επιτύμβιας στήλης μασκαρεμένης σε κρήνη;